Από τον κόσμο των γρίφων
φεύγω ήσυχη.
Δεν έχω βλάψει στη ζωή μου αίνιγμα:
δεν έλυσα κανένα.
Ούτε κι αυτά που ΄θέλαν να πεθάνουν
πλάι στα παιδικά μου χρόνια:
έχω ένα βαρελάκι που 'χει δυο λογιών κρασάκι.
Το κράτησα ως τώρα
αχάλαστο ανεξήγητο,
γιατί ως τώρα
δυο λογιών κρασάκι
έχουν λυμένα κι άλυτα που μου τυχαίνουν.
Συμβίωσα σκληρά
μ' έναν ψηλό καλόγερο που κόκαλα δεν έχει
και δεν τον ρώτησα ποτέ
ποιας φωτιάς γιος είναι,
σε ποιο θεό ανεβαίνει και μου φεύγει.
Δεν του λιγόστεψα του κόσμου
τα προσωπιδοφόρα πλάσματά του,
του ανάθρεψα του κόσμου το μυστήριο
με θυσία και με στέρηση.
Με το αίμα που μου δόθηκε
για να τον εξηγήσω.
Ό,τι ήρθε με δεμένα μάτια
και σκεπασμένη πρόθεση
έτσι το δέχτηκα
κι έτσι τ' αποχωρίστηκα:
με δεμένα μάτια και σκεπασμένη πρόθεση.
Αίνιγμα δανείστηκα,
αίνιγμα επέστρεψα.
Άφησα να μην ξέρω
πώς λύνεται ένα χθες,
ένα εξαρτάται,
το αίνιγμα των ασυμπτώτων.
Άφησα να μην ξέρω τι αγγίζω,
ένα πρόσωπο ή ένα βιάζομαι.
Ούτε κι εσένα σε παρέσυρα στο φως
να σε διακρίνω.
Στάθηκα Πηνελόπη
στη σκοτεινή ολιγωρία σου.
Κι αν ρώτησα καμιά φορά πώς λύνεσαι,
πηγή αν είσαι ή κρήνη,
θα 'ταν κάποια καλοκαιριάτικη ημέρα
που, Πηνελόπες και όχι,
μας κυριεύει αυτός ο δαίμων του νερού
για να δοξάζεται το αίνιγμα
πώς μένουμε αξεδίψαστοι.
Από τον κόσμο των γρίφων
φεύγω ήσυχη.
Αναμάρτητη:
αξεδίψαστη.
Στο αίνιγμα του θανάτου
πάω ψυχωμένη.
Δευτέρα 28 Σεπτεμβρίου 2009
Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2009
Αργοπεθαίνει...
Αργοπεθαίνει όποιος γίνεται σκλάβος της συνήθειας, επαναλαμβάνοντας κάθε μέρα τις ίδιες διαδρομές, όποιος δεν αλλάζει περπατησιά, όποιος δεν διακινδυνεύει και δεν αλλάζει χρώμα στα ρούχα του, όποιος δεν μιλεί σε όποιον δεν γνωρίζει. Αργοπεθαίνει όποιος αποφεύγει ένα πάθος, όποιος προτιμά το μαύρο για το άσπρο και τα διαλυτικά σημεία στο " ι " αντί ενός συνόλου συγκινήσεων που κάνουν να λάμπουν τα μάτια , που μετατρέπουν ένα χασμουργητό σε ένα χαμόγελο, που κάνουν την καρδιά να κτυπά στο λάθος και στα συναισθήματα. Αργοπεθαίνει όποιος δεν αναποδογυρίζει το τραπέζι, όποιος δεν είναι ευτυχισμένος στη δουλειά του, όποιος δεν διακινδυνεύει τη βεβαιότητα για την αβεβαιότητα για να κυνηγήσει ένα όνειρο, όποιος δεν επιτρέπει στον εαυτό του τουλάχιστον μια φορά στη ζωή του να αποφύγει τις εχέφρονες συμβουλές. Αργοπεθαίνει όποιος δεν ταξιδεύει, όποιος δεν διαβάζει, όποιος δεν ακούει μουσική, όποιος δεν βρίσκει σαγήνη στον εαυτό του. Αργοπεθαίνει όποιος καταστρέφει τον έρωτά του, όποιος δεν επιτρέπει να τον βοηθήσουν, όποιος περνάει τις μέρες του παραπονούμενος για τη τύχη του ή για την ασταμάτητη βροχή. Αργοπεθαίνει όποιος εγκαταλείπει μια ιδέα του πριν την αρχίσει, όποιος δεν ρωτά για πράγματα που δεν γνωρίζει. Αποφεύγουμε τον θάνατο σε μικρές δόσεις, όταν θυμόμαστε πάντοτε ότι για να είσαι ζωντανός χρειάζεται μια προσπάθεια πολύ μεγαλύτερη από το απλό γεγονός της αναπνοής. Μόνο η ένθερμη υπομονή θα οδηγήσει στην επίτευξη μιας λαμπρής ευτυχίας. Pablo Neruda ( Μετάφραση από Ιταλική δημοσίευση : Βασίλη Χατζηγιάννη )
Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2009
Ο Χρόνος
Ο χρόνος είναι γρήγορος ίσκιος πουλιών
Τα μάτια μου ορθάνοιχτα μες στις εικόνες του
Οδυσσέας Ελύτης «Προσανατολισμοί»
Δεν υπάρχει παρόν.
Από τη στιγμή που το ζεις που το εκποιείς σε βλέμματα, αγγίγματα, αφές, οσμές και γεύσεις, δεν υπάρχει. Το «τώρα» καταλύεται με την εκφορά και μόνο της λέξης. Δεν υπάρχει παρόν. Ισορροπούμε ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον. Ζούμε στο μεταίχμιο μ’ ένα ρεαλισμό που ακόμα ονειρεύεται, καθώς όλα περνούν στο χώρο της μνήμης, στης θύμησης τα λιβάδια, για να κατέβει αργά αλλά σταθερά να τα σκεπάσει το ανάερο σύννεφο της λήθης.
Άρα, το παρόν τρέχει να γίνει παρελθόν, να πάρει τη λάμψη που φέγγει ήπια χωρίς να τυφλώνει. Βιάζεται να γίνει χθες, ένα χθες που πονά, γιατί έχασε του παρόντος τη φλόγα, κι ας ευχόσουν να το κρατήσεις δέσμιο μέσα στην τρεμάμενη χούφτα σου, να το δελεάσεις να μείνει κοντά σου ή να βρεις μαγικά ξόρκια για να ξεχαστεί εκεί, δίπλα στης καρδιάς το χτύπο.
Όμως, η στιγμή, αυτή η κουκίδα του χρόνου που μας παροχετεύει ζωή δεν είναι πολύτιμη παρά μόνο γιατί μέσα της κρύβεται η στιγμή που θα ρθει, οι στιγμές που θάρχονται ολοένα μέχρι την ώρα της στερνής στιγμής, αυτής που δε θα υπάρχει για μας, γιατί δε θα τη νιώθουμε πια. Μετά τη γραμμή του Ασάλευτου, ο μη Χρόνος… Ζούμε στο παρόν, σαν σε μια μεθόριο, σ’ ένα σύνορο που δεν είναι άλλο από μια διαρκή υπενθύμιση του θανάτου. Κι όταν η κρυερή φτερούγα του ακούγεται πολύ κοντά, τότε ο Χρόνος αργοσταλάζει, διαστέλλεται για να χωρέσει σκέψεις, τότε τα λόγια αποκτούν βάρος, κι όλα επανεκτιμώνται. Τότε, ανακαλύπτεις χρώματα στο δειλινό, βλέπεις τη λεωφόρο ακίνητη από ψηλά, σαν φαντασμαγορία κινηματογραφική, τα αυτοκίνητα γλιστράνε αργά, οι λάμπες φθορισμού διαβρώνουν τα πρόσωπα, οι ψίθυροι ακούγονται καθαρά. Ενώπιον του αμετάκλητου, ο χρόνος ξαναγίνεται αναστοχαστικός. Τότε, είσαι εσύ και συ. Βλέπεις το χρόνο αυτό που είναι: ζωή.
Στο πολυάνθρωπο ποτάμι των πόλεων ο Χρόνος δε μας ανήκει, δεν τον ορίζουμε. Ο Χρόνος μας περιέχει. Είμαστε ταξιδιώτες του Καιρού, του μύθου και του ονείρου. Αυτό είναι το νόημα της ύπαρξης και το ταξίδι η ουσία του. Ωστόσο, πολεμάμε με όποιον τρόπο μπορούμε το Χρόνο, τον απολέμητο, καθώς γλιστρά, άμμος θαλασσινή απ’ τα’ ακροδάχτυλα διεκδικώντας άπληστα την προσωπική του παράταση ζωής ο καθένας.
Γέρνει ν’ αφουγκραστεί τα βήματα του χρόνου που αποχωρεί. Γέρνει ν’ αφουγκραστεί και την ψυχή του που πλημμυρίζει από ανάμνηση τώρα που έρχεται το βράδυ. Με ερειπωμένα ενθύμια πλάθει μια ελεγεία για τον κερδισμένο Χρόνο, για ό,τι πέρασε μα δε χάθηκε. Ευλογημένη η μνήμη που τον εγείρει πάλι – δένδρο γέρικο αλλά δυνατό – κι ας τρέχουν τα ποτάμια του Χρόνου ασταμάτητα προς τον ωκεανό τραγουδώντας ή θρηνώντας. Αυτός έχει τις μνήμες που καταφθάνουν, όπως σμήνη πουλιών, όταν κατεβαίνουν ορμητικά στους κάμπους. Φθάνουν να του θυμίσουν τις γεμάτες στιγμές, που έδωσαν χρώματα, ήχους, χυμούς στις ώρες και στις μέρες του, που δικαίωσαν την ανθρώπινη αγωνία του και του προσπόρισαν, πολλές φορές, τη χαμένη εσωτερικότητά του, έστω και στο φως μιας αντανάκλασης, μιας αμυδρής μεταφυσικής θαλπωρής. Π. Τζ.
Τα μάτια μου ορθάνοιχτα μες στις εικόνες του
Οδυσσέας Ελύτης «Προσανατολισμοί»
Δεν υπάρχει παρόν.
Από τη στιγμή που το ζεις που το εκποιείς σε βλέμματα, αγγίγματα, αφές, οσμές και γεύσεις, δεν υπάρχει. Το «τώρα» καταλύεται με την εκφορά και μόνο της λέξης. Δεν υπάρχει παρόν. Ισορροπούμε ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον. Ζούμε στο μεταίχμιο μ’ ένα ρεαλισμό που ακόμα ονειρεύεται, καθώς όλα περνούν στο χώρο της μνήμης, στης θύμησης τα λιβάδια, για να κατέβει αργά αλλά σταθερά να τα σκεπάσει το ανάερο σύννεφο της λήθης.
Άρα, το παρόν τρέχει να γίνει παρελθόν, να πάρει τη λάμψη που φέγγει ήπια χωρίς να τυφλώνει. Βιάζεται να γίνει χθες, ένα χθες που πονά, γιατί έχασε του παρόντος τη φλόγα, κι ας ευχόσουν να το κρατήσεις δέσμιο μέσα στην τρεμάμενη χούφτα σου, να το δελεάσεις να μείνει κοντά σου ή να βρεις μαγικά ξόρκια για να ξεχαστεί εκεί, δίπλα στης καρδιάς το χτύπο.
Όμως, η στιγμή, αυτή η κουκίδα του χρόνου που μας παροχετεύει ζωή δεν είναι πολύτιμη παρά μόνο γιατί μέσα της κρύβεται η στιγμή που θα ρθει, οι στιγμές που θάρχονται ολοένα μέχρι την ώρα της στερνής στιγμής, αυτής που δε θα υπάρχει για μας, γιατί δε θα τη νιώθουμε πια. Μετά τη γραμμή του Ασάλευτου, ο μη Χρόνος… Ζούμε στο παρόν, σαν σε μια μεθόριο, σ’ ένα σύνορο που δεν είναι άλλο από μια διαρκή υπενθύμιση του θανάτου. Κι όταν η κρυερή φτερούγα του ακούγεται πολύ κοντά, τότε ο Χρόνος αργοσταλάζει, διαστέλλεται για να χωρέσει σκέψεις, τότε τα λόγια αποκτούν βάρος, κι όλα επανεκτιμώνται. Τότε, ανακαλύπτεις χρώματα στο δειλινό, βλέπεις τη λεωφόρο ακίνητη από ψηλά, σαν φαντασμαγορία κινηματογραφική, τα αυτοκίνητα γλιστράνε αργά, οι λάμπες φθορισμού διαβρώνουν τα πρόσωπα, οι ψίθυροι ακούγονται καθαρά. Ενώπιον του αμετάκλητου, ο χρόνος ξαναγίνεται αναστοχαστικός. Τότε, είσαι εσύ και συ. Βλέπεις το χρόνο αυτό που είναι: ζωή.
Στο πολυάνθρωπο ποτάμι των πόλεων ο Χρόνος δε μας ανήκει, δεν τον ορίζουμε. Ο Χρόνος μας περιέχει. Είμαστε ταξιδιώτες του Καιρού, του μύθου και του ονείρου. Αυτό είναι το νόημα της ύπαρξης και το ταξίδι η ουσία του. Ωστόσο, πολεμάμε με όποιον τρόπο μπορούμε το Χρόνο, τον απολέμητο, καθώς γλιστρά, άμμος θαλασσινή απ’ τα’ ακροδάχτυλα διεκδικώντας άπληστα την προσωπική του παράταση ζωής ο καθένας.
Γέρνει ν’ αφουγκραστεί τα βήματα του χρόνου που αποχωρεί. Γέρνει ν’ αφουγκραστεί και την ψυχή του που πλημμυρίζει από ανάμνηση τώρα που έρχεται το βράδυ. Με ερειπωμένα ενθύμια πλάθει μια ελεγεία για τον κερδισμένο Χρόνο, για ό,τι πέρασε μα δε χάθηκε. Ευλογημένη η μνήμη που τον εγείρει πάλι – δένδρο γέρικο αλλά δυνατό – κι ας τρέχουν τα ποτάμια του Χρόνου ασταμάτητα προς τον ωκεανό τραγουδώντας ή θρηνώντας. Αυτός έχει τις μνήμες που καταφθάνουν, όπως σμήνη πουλιών, όταν κατεβαίνουν ορμητικά στους κάμπους. Φθάνουν να του θυμίσουν τις γεμάτες στιγμές, που έδωσαν χρώματα, ήχους, χυμούς στις ώρες και στις μέρες του, που δικαίωσαν την ανθρώπινη αγωνία του και του προσπόρισαν, πολλές φορές, τη χαμένη εσωτερικότητά του, έστω και στο φως μιας αντανάκλασης, μιας αμυδρής μεταφυσικής θαλπωρής. Π. Τζ.
Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου 2009
Βροχή
Απόψε βρέχει. Μια λεπτή, αθόρυβη βροχή σαν ευλογία. Η πόλη τυλιγμένη σε νεφέλη ονείρου. Βγήκα στους δρόμους εκείνη, ακριβώς, την ώρα που δεν είναι μέρα ούτε νύχτα, εκείνη, ακριβώς, την ώρα που η ψυχή γονατίζει κι αποζητά στηρίγματα. Στο φύσημά της η νύχτα έσβησε τις λεπτομέρειες και άφησε μόνο τα περιγράμματα των πραγμάτων. Χαμήλωνε κι ο ορίζοντας χωρίς θάμπη και πλάνες. Σκοτεινός και βαρύς.
Η ώρα της βροχής στη φύση. Η ώρα της βροχής μέσα μου. Έκλεισα την ομπρέλα. Περπατούσα ασκεπής. Χιλιάδες επίμονες σταγόνες στάλαζαν, κόμποι διάφανοι στα μαλλιά μου, κατρακυλούσαν στα βλέφαρα, υποψία από δάκρυ. χιλιάδες επίμονες σταγόνες μ' έκρουαν στα μάγουλα. Έμοιαζαν τύψεις...
Κι όμως, την αγαπώ τη βροχή. Αυτό το παραμυθένιο σκηνικό με πρωταγωνιστή το νερό σαν να πρόκειται κάθε φορά να σβήσει την προαιώνια δίψα μου. Δίψα για ζωή, για ολόκληρη ζωή, όχι για το λίγο του κόσμου, του ονείρου το ελάχιστο. Έπειτα, θέλγομαι από όλα τα υδαρή, τα απροσχημάτιστα, όσα δεν ευδοκιμούν μέσα σε περιχαρακωμένα πλαίσια/φυλακές, όσα αλλάζουν υπόσταση με τις διαθέσεις της ψυχής, απρόβλεπτα σαν το νερό, ελεύθερα σαν το ποτάμι, ανυπόταχτα σαν τα σύννεφα. Αγαπώ τις ροές των σκέψεων, των συναισθημάτων, των αναπολήσεων. Μακριά από τη στατικότητα των υπολογισμών, την ψυχρή τελειομανία των προβλέψιμων που σου στερούν την ανάσα της άλλης στιγμής με τα απρόσμενα χρώματα. Είμαι ποταμός ασυντόνιστος που ξεχειλίζει, όταν βουρκώνει ή όταν τα νερά του τραγουδούν με της καρδιάς τους κτύπους, τους ασυλλόγιστους. Είμαι βροχή ποτιστική και δρόσος των αρωμάτων, στάλα εαρινής δροσιάς που λαμπυρίζει φως, έτοιμη να παραδοθεί στου Καιρού το πρώτο, πράσινο κάλεσμα.
Η ώρα της βροχής στη φύση. Η ώρα της βροχής μέσα μου. Έκλεισα την ομπρέλα. Περπατούσα ασκεπής. Χιλιάδες επίμονες σταγόνες στάλαζαν, κόμποι διάφανοι στα μαλλιά μου, κατρακυλούσαν στα βλέφαρα, υποψία από δάκρυ. χιλιάδες επίμονες σταγόνες μ' έκρουαν στα μάγουλα. Έμοιαζαν τύψεις...
Κι όμως, την αγαπώ τη βροχή. Αυτό το παραμυθένιο σκηνικό με πρωταγωνιστή το νερό σαν να πρόκειται κάθε φορά να σβήσει την προαιώνια δίψα μου. Δίψα για ζωή, για ολόκληρη ζωή, όχι για το λίγο του κόσμου, του ονείρου το ελάχιστο. Έπειτα, θέλγομαι από όλα τα υδαρή, τα απροσχημάτιστα, όσα δεν ευδοκιμούν μέσα σε περιχαρακωμένα πλαίσια/φυλακές, όσα αλλάζουν υπόσταση με τις διαθέσεις της ψυχής, απρόβλεπτα σαν το νερό, ελεύθερα σαν το ποτάμι, ανυπόταχτα σαν τα σύννεφα. Αγαπώ τις ροές των σκέψεων, των συναισθημάτων, των αναπολήσεων. Μακριά από τη στατικότητα των υπολογισμών, την ψυχρή τελειομανία των προβλέψιμων που σου στερούν την ανάσα της άλλης στιγμής με τα απρόσμενα χρώματα. Είμαι ποταμός ασυντόνιστος που ξεχειλίζει, όταν βουρκώνει ή όταν τα νερά του τραγουδούν με της καρδιάς τους κτύπους, τους ασυλλόγιστους. Είμαι βροχή ποτιστική και δρόσος των αρωμάτων, στάλα εαρινής δροσιάς που λαμπυρίζει φως, έτοιμη να παραδοθεί στου Καιρού το πρώτο, πράσινο κάλεσμα.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)