Δευτέρα 24 Ιουλίου 2006

Κι άλλος ένας μύθος!

Tο επιστημονικό όνομα του συμπαθητικού εντόμου είναι Τιθωνός.
Τιθωνός, λοιπόν, λεγόταν το πιο ξακουστό παλικάρι της Τροίας. Ένα παλικάρι που θάμπωσε και τη θεά της Αυγής, την πανέμορφη Ηώ που τον αγάπησε και, με την άδεια του Δία, τον παντρεύτηκε. Πρώτη δουλειά της θεάς ήταν να κάνει αθάνατο τον Τιθωνό. Έτσι δε θα πέθαιναν ούτε εκείνη ούτε αυτός ποτέ και θα ζούσαν αιώνια αγαπημένοι.
Σιγά, σιγά, βέβαια, τα χρόνια πέρασαν. Η Ηώ, σαν θεά που ήταν, έμενε πάντα ίδια, νέα και ωραία. Για τον Τιθωνό, όμως, είχε φροντίσει μεν να τον κάνει αθάνατο αλλά δεν είχε προβλέψει να ζητήσει να μείνει νέος και αυτός. Έτσι ο Τιθωνός γερνούσε και γερνούσε κι η πεντάμορφη Ηώ θρηνούσε που δε σκέφθηκε να τον κρατήσει για πάντα νέο. Τον έτρεφε με νέκταρ και αμβροσία αλλά τίποτα δεν ήταν ικανό να εμποδίσει τα χνάρια του χρόνου.
Ήρθε και κάποια ώρα που ο Τιθωνός γέρασε τόσο που δεν κατάφερνε να σταθεί ούτε όρθιος. Τότε αναγκάστηκε η θεά, που δεν άντεχε να τον βλέπει όπως είχε καταντήσει από τα γεράματα, να τον κλείσει σ’ ένα διαμέρισμα του παλατιού της και κλεισμένος εκεί να περνάει τις μέρες του. Ο Τιθωνός, όμως παραμιλούσε και μουρμούριζε συνέχεια∙ τ’ άκουγε η θεά και λυπόταν κατάκαρδα. Κάθε πρωί που έβγαινε για να δώσει την καινούργια μέρα στους ανθρώπους, να φιλήσει τα δέντρα, να ξυπνήσει τα πουλιά, όλα κλαίγανε για το κακό που τη βρήκε. Κι αυτά τα δάκρυά τους γίνονταν δροσιά και κυλούσαν πάνω στα φύλλα.
Κάποτε ο Δίας λυπήθηκε αυτό το καημένο το ζευγάρι που κατέληξε να είναι τόσο δυστυχισμένο. Αποφάσισε, λοιπόν, να δώσει τέλος στο μαρτύριο του Τιθωνού και τον μεταμόρφωσε σε τζίτζικα. Από τότε και κάθε καλοκαίρι, ακούγεται μονότονη η φωνή, του όπως ακούγονταν τα μουρμουρίσματά του όταν ήταν κλεισμένος στο παλάτι. Όλα τα δέντρα κι οι θάμνοι τον φιλοξενούν με στοργή και του προσφέρουν για τροφή τους δροσερούς τους χυμούς.