Παρασκευή 7 Ιανουαρίου 2011

"Η αγάπη μου για τα τζιτζίκια"

(Μέρος Β΄)

Η ετυμηγορία κυμαίνεται ανάλογα με τον άνθρωπο και υπάρχουν επαμφοτερίζουσες καταστάσεις, όπως συμβαίνει για παράδειγμα με τα παιδιά που η ψυχή τους βασανίζεται από την κυκλοθυμική δικαιοδοσία του ηθικού νόμου. Αν και τα λάτρευα τα τζιτζίκια, αφού ήταν σύμβολο καλοκαιριού, δηλαδή ελευθερίας, τα βασάνιζα κι εγώ, μαζί με τους άλλους της παρέας, όχι βέβαια με σαδισμό, απλώς τα πιάναμε απαλά στη χούφτα, σκαρφαλώνοντας στα δέντρα και επιχειρώντας έναν αιφνιδιασμό από τα μετόπισθεν του κάθε ανύποπτου βάρδου, στη δε συνέχεια τα μετρούσαμε σαν σε διαγωνισμό, ή απειλούσαμε τα κορίτσια ότι θα τα ρίχναμε στα μαλλιά τους. Εκείνες στρίγκλιζαν υστερικά κι εμείς επαληθεύαμε έτσι τον βαθμό πίεσης του ελατηρίου πάνω στο οποίο η διαφορά των φύλων θα οικοδομούσε μια μέρα την ετοιμόρροπη ιδέα του γάμου, λες και το ουρλιαχτό ξεπηδούσε από το σημείο G.

Μετά αφήναμε τα υπέροχα ζωντανά λάφυρα να πετάξουν επιστρέφοντας στα δέντρα τους, όπως κάνουν οι Αμερικάνοι με τις πέστροφες. Μόνον που αυτοί το κάνουν από σεβασμό στον κανόνα της πολιτικής ορθότητας, ενώ εμείς θέλαμε μάλλον να δούμε το χέρι μας να σηκώνεται στον αέρα σαν το STOP ενός μεθυσμένου τροχονόμου, το οποίο μετατρέπεται σε αγέρωχο χαιρετισμό προς τον παραβάτη.

Είναι μια αλήθεια που την ξέρουν όλες οι μανάδες, ότι προκειμένου να κοιμηθεί ο άνθρωπος πρέπει κάποιος να ξαγρυπνάει για χάρη του, τέτοια ήταν ανέκαθεν η λειτουργία όλων των νανουρισμάτων. Το τζιτζίκι είν' αυτό που ξαγρυπνάει ώστε να κοιμάται, τα μεσημέρια του καλοκαιριού, αυτός που ονειρεύεται τη μάνα του τη φύση. Τώρα πια, μαζί με τη συνήθεια της σιέστας, για την οποία ο μεσογειακός άνθρωπος, χτυπημένος από την παράνοια του μοντέρνου μεγαλείου, έχει αρχίσει να ντρέπεται, εξαφανίζεται και το είδος Cicada plebeja, Τέττιξ ο πληβείος. Στο σπίτι μου, γύρω απ' το οποίο στέκονται αμήχανα ένα σωρό δέντρα, το πρώτο τζιτζίκι αντήχησε στις 13 Ιουλίου. Μέχρι τότε κοιμόμουν λυπημένος, μ' άλλα λόγια η λύπη ξαγρυπνούσε ώστε να μπορέσω να παραδοθώ στον ύπνο. Εξ ου και αυτού του είδους η λύπη, με την οποία σας ταλαιπωρώ σήμερα, είναι κουρασμένη αλλά και τρυφερή, όπως μια μάνα που θηλάζει.