Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2009

Ο Χρόνος

Ο χρόνος είναι γρήγορος ίσκιος πουλιών
Τα μάτια μου ορθάνοιχτα μες στις εικόνες του
Οδυσσέας Ελύτης «Προσανατολισμοί»

Δεν υπάρχει παρόν.
Από τη στιγμή που το ζεις που το εκποιείς σε βλέμματα, αγγίγματα, αφές, οσμές και γεύσεις, δεν υπάρχει. Το «τώρα» καταλύεται με την εκφορά και μόνο της λέξης. Δεν υπάρχει παρόν. Ισορροπούμε ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον. Ζούμε στο μεταίχμιο μ’ ένα ρεαλισμό που ακόμα ονειρεύεται, καθώς όλα περνούν στο χώρο της μνήμης, στης θύμησης τα λιβάδια, για να κατέβει αργά αλλά σταθερά να τα σκεπάσει το ανάερο σύννεφο της λήθης.
Άρα, το παρόν τρέχει να γίνει παρελθόν, να πάρει τη λάμψη που φέγγει ήπια χωρίς να τυφλώνει. Βιάζεται να γίνει χθες, ένα χθες που πονά, γιατί έχασε του παρόντος τη φλόγα, κι ας ευχόσουν να το κρατήσεις δέσμιο μέσα στην τρεμάμενη χούφτα σου, να το δελεάσεις να μείνει κοντά σου ή να βρεις μαγικά ξόρκια για να ξεχαστεί εκεί, δίπλα στης καρδιάς το χτύπο.
Όμως, η στιγμή, αυτή η κουκίδα του χρόνου που μας παροχετεύει ζωή δεν είναι πολύτιμη παρά μόνο γιατί μέσα της κρύβεται η στιγμή που θα ρθει, οι στιγμές που θάρχονται ολοένα μέχρι την ώρα της στερνής στιγμής, αυτής που δε θα υπάρχει για μας, γιατί δε θα τη νιώθουμε πια. Μετά τη γραμμή του Ασάλευτου, ο μη Χρόνος… Ζούμε στο παρόν, σαν σε μια μεθόριο, σ’ ένα σύνορο που δεν είναι άλλο από μια διαρκή υπενθύμιση του θανάτου. Κι όταν η κρυερή φτερούγα του ακούγεται πολύ κοντά, τότε ο Χρόνος αργοσταλάζει, διαστέλλεται για να χωρέσει σκέψεις, τότε τα λόγια αποκτούν βάρος, κι όλα επανεκτιμώνται. Τότε, ανακαλύπτεις χρώματα στο δειλινό, βλέπεις τη λεωφόρο ακίνητη από ψηλά, σαν φαντασμαγορία κινηματογραφική, τα αυτοκίνητα γλιστράνε αργά, οι λάμπες φθορισμού διαβρώνουν τα πρόσωπα, οι ψίθυροι ακούγονται καθαρά. Ενώπιον του αμετάκλητου, ο χρόνος ξαναγίνεται αναστοχαστικός. Τότε, είσαι εσύ και συ. Βλέπεις το χρόνο αυτό που είναι: ζωή.
Στο πολυάνθρωπο ποτάμι των πόλεων ο Χρόνος δε μας ανήκει, δεν τον ορίζουμε. Ο Χρόνος μας περιέχει. Είμαστε ταξιδιώτες του Καιρού, του μύθου και του ονείρου. Αυτό είναι το νόημα της ύπαρξης και το ταξίδι η ουσία του. Ωστόσο, πολεμάμε με όποιον τρόπο μπορούμε το Χρόνο, τον απολέμητο, καθώς γλιστρά, άμμος θαλασσινή απ’ τα’ ακροδάχτυλα διεκδικώντας άπληστα την προσωπική του παράταση ζωής ο καθένας.
Γέρνει ν’ αφουγκραστεί τα βήματα του χρόνου που αποχωρεί. Γέρνει ν’ αφουγκραστεί και την ψυχή του που πλημμυρίζει από ανάμνηση τώρα που έρχεται το βράδυ. Με ερειπωμένα ενθύμια πλάθει μια ελεγεία για τον κερδισμένο Χρόνο, για ό,τι πέρασε μα δε χάθηκε. Ευλογημένη η μνήμη που τον εγείρει πάλι – δένδρο γέρικο αλλά δυνατό – κι ας τρέχουν τα ποτάμια του Χρόνου ασταμάτητα προς τον ωκεανό τραγουδώντας ή θρηνώντας. Αυτός έχει τις μνήμες που καταφθάνουν, όπως σμήνη πουλιών, όταν κατεβαίνουν ορμητικά στους κάμπους. Φθάνουν να του θυμίσουν τις γεμάτες στιγμές, που έδωσαν χρώματα, ήχους, χυμούς στις ώρες και στις μέρες του, που δικαίωσαν την ανθρώπινη αγωνία του και του προσπόρισαν, πολλές φορές, τη χαμένη εσωτερικότητά του, έστω και στο φως μιας αντανάκλασης, μιας αμυδρής μεταφυσικής θαλπωρής. Π. Τζ.