Τρίτη 3 Οκτωβρίου 2006

Φθινόπωρο τα μάτια σου...



Φθινόπωρο τα μάτια σου
έσταξαν ένα δάκρυ
που το φύλαξαν ασκητές
στης ερημιάς την άκρη

συνετό Φθινόπωρο...




Ω λινό καλοκαίρι, συνετό φθινόπωρο,

Χειμώνα ελάχιστε,

Η ζωή καταβάλλει τον οβολό του φύλλου της ελιάς

Και στη νύχτα μέσα των αφρόνων μ’ ένα μικρό τριζόνι
κατακυρώνει πάλι το νόμιμο του Ανέλπιστου.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ (1911-1996), «Λακωνικόν»
Νόμπελ Λογοτεχνίας 1979

Ελευθερία...

Α μονάχα να ’ξερα
μιαν ελευθερία πραγματική
που να μπορώ να υμνώ χωρίς
να φαίνομαι αφελής ή φαρισαίος.

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ (1911-1996), «Ο κήπος βλέπει»
Νόμπελ Λογοτεχνίας 1979

Τετάρτη 16 Αυγούστου 2006

ΣΩΜΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ

Πάει καιρός που ακούστηκεν η τελευταία βροχή
Πάνω από τα μυρμήγκια και τις σαύρες
Τώρα ο ουρανός καίει απέραντος
Τα φρούτα βάφουνε το στόμα τους
Της γης οι πόροι ανοίγουνε σιγά σιγά
Και πλάι απ’ το νερό που στάζει συλλαβίζοντας
Ένα πελώριο φυτό κοιτάει κατάματα τον ήλιο.
Ποιος είναι αυτός που κείτεται στις πάνω αμμουδιές
Ανάσκελα φουμέρνοντας ασημοκαπνισμένα ελιόφυλλα
Τα τζιτζίκια ζεσταίνονται στ’ αυτιά του
Τα μυρμήγκια δουλεύουνε στο στήθος του
Σαύρες γλιστρούν στη χλόη της μασχάλης
Κι από τα φύκια των ποδιών του αλαφροπερνά ένα κύμα
Σταλμένο απ’ τη μικρή σειρήνα που τραγούδησε:

Ώ σώμα του καλοκαιριού, γυμνό, καμένο
Φαγωμένο από το λάδι κι από το αλάτι
Σώμα του βράχου και ρίγος της καρδιάς
Μεγάλο ανέμισμα της κόμης λυγαριάς
Aχνα βασιλικού πάνω από το σγουρό εφηβαίο
Γεμάτο αστράκια και πευκοβελόνες
Σώμα βαθύ πλεούμενο της μέρας!

Έρχονται σιγανές βροχές, ραγδαία χαλάζια
Περνάν δαρμένες οι στεριές στα νύχια του χιονιά
Που μελανιάζει στα βαθιά μ’ αγριεμένα κύματα
Βουτάνε οι λόφοι στα πηχτά μαστάρια των νεφών
Όμως και πίσω απ’ όλα αυτά χαμογελάς ανέγνοια
Και ξαναβρίσκεις την αθάνατη ώρα σου
Όπως στις αμμουδιές σε ξαναβρίσκει ο ήλιος
Όπως μες στη γυμνή σου υγεία ο ουρανός

Τρίτη 8 Αυγούστου 2006

Το ... άλλο τζιτζίκι

Στον γνωστό μας μύθο, το μυρμήγκι είναι πρότυπο εργατικότητας, το τζιτζίκι παράδειγμα οκνηρίας. Αξίζει να δούμε πόσο λάθος σκέφτεται το μυρμήγκι του μύθου. Όχι τόσο με το να δουλεύει και να συσσωρεύει, αλλά κυρίως με το να πιστεύει (πολύ άδικα) πως το τραγούδι του συγγενή πάνω στο κλαδί είναι κάτι το άχρηστο.
Μόνον άχρηστο δεν είναι αφού εμπνέει ποιητές, τόσο πολύ διψασμένους για ευτυχία ώστε να ξεδιοψάνε ακόμη και με το σαλιο τους. Και τόσο προσεχτικούς με την ευτυχία ώστε να φοβούνται, μήπως θίξουν κάποιο πουλί ή εντομάκι. Ενώ κάνουν στο τσιγάρο τους, πριν το ανάψουν, μια τρύπα με μια καρφίτσα για να είναι πιο ελαφρύ.
Δεν παράγει τίποτα το τζιτζίκι, αλλά εμείς δημιουργούμε κάτι θαυμάσιο μέσα από τη μουσική του. Το ίδιο και ο ευκάλυπτος με τη μυρωδιά του. Το ίδιο και η φωνή αυτών που αγαπάμε και που μέσα τους κάθεται ο άγγελος οκλαδόν, φορώντας έναν χρυσό σκούφο από "χμμ" και "ίσως" και "θα δούμε"...

Δευτέρα 24 Ιουλίου 2006

Κι άλλος ένας μύθος!

Tο επιστημονικό όνομα του συμπαθητικού εντόμου είναι Τιθωνός.
Τιθωνός, λοιπόν, λεγόταν το πιο ξακουστό παλικάρι της Τροίας. Ένα παλικάρι που θάμπωσε και τη θεά της Αυγής, την πανέμορφη Ηώ που τον αγάπησε και, με την άδεια του Δία, τον παντρεύτηκε. Πρώτη δουλειά της θεάς ήταν να κάνει αθάνατο τον Τιθωνό. Έτσι δε θα πέθαιναν ούτε εκείνη ούτε αυτός ποτέ και θα ζούσαν αιώνια αγαπημένοι.
Σιγά, σιγά, βέβαια, τα χρόνια πέρασαν. Η Ηώ, σαν θεά που ήταν, έμενε πάντα ίδια, νέα και ωραία. Για τον Τιθωνό, όμως, είχε φροντίσει μεν να τον κάνει αθάνατο αλλά δεν είχε προβλέψει να ζητήσει να μείνει νέος και αυτός. Έτσι ο Τιθωνός γερνούσε και γερνούσε κι η πεντάμορφη Ηώ θρηνούσε που δε σκέφθηκε να τον κρατήσει για πάντα νέο. Τον έτρεφε με νέκταρ και αμβροσία αλλά τίποτα δεν ήταν ικανό να εμποδίσει τα χνάρια του χρόνου.
Ήρθε και κάποια ώρα που ο Τιθωνός γέρασε τόσο που δεν κατάφερνε να σταθεί ούτε όρθιος. Τότε αναγκάστηκε η θεά, που δεν άντεχε να τον βλέπει όπως είχε καταντήσει από τα γεράματα, να τον κλείσει σ’ ένα διαμέρισμα του παλατιού της και κλεισμένος εκεί να περνάει τις μέρες του. Ο Τιθωνός, όμως παραμιλούσε και μουρμούριζε συνέχεια∙ τ’ άκουγε η θεά και λυπόταν κατάκαρδα. Κάθε πρωί που έβγαινε για να δώσει την καινούργια μέρα στους ανθρώπους, να φιλήσει τα δέντρα, να ξυπνήσει τα πουλιά, όλα κλαίγανε για το κακό που τη βρήκε. Κι αυτά τα δάκρυά τους γίνονταν δροσιά και κυλούσαν πάνω στα φύλλα.
Κάποτε ο Δίας λυπήθηκε αυτό το καημένο το ζευγάρι που κατέληξε να είναι τόσο δυστυχισμένο. Αποφάσισε, λοιπόν, να δώσει τέλος στο μαρτύριο του Τιθωνού και τον μεταμόρφωσε σε τζίτζικα. Από τότε και κάθε καλοκαίρι, ακούγεται μονότονη η φωνή, του όπως ακούγονταν τα μουρμουρίσματά του όταν ήταν κλεισμένος στο παλάτι. Όλα τα δέντρα κι οι θάμνοι τον φιλοξενούν με στοργή και του προσφέρουν για τροφή τους δροσερούς τους χυμούς.

Κυριακή 23 Ιουλίου 2006

Ο αντι-μύθος με χιούμορ!!!



Eίναι κατακαλόκαιρο, καύσωνας, και το μυρμήγκι καταϊδρωμένο κουβαλάει την τροφή του. Ξαφνικά εμφανίζεται ο τζίτζικας με δυο θεογκόμενες παραμάσχαλα: - Μέρμυγκα, έλα να πάμε παραλία, τα παιδιά εδώ είναι πολύ φτιαγμένα, και... - Όχι τζίτζικα, δε γίνεται. Αν δε μαζέψω τροφή τώρα, θα πεθάνω της πείνας το χειμώνα...και μουρμουράει από μέσα του ο μέρμυγκας:"Δεν θα έρθει ο χειμώνας, θα σου δείξω εγώ, ρε χαμένε..."
Μετά από κάποιες μέρες, καύσωνας πάλι, και το μυρμήγκι κουβαλάει κούτσα-κούτσα την τροφή του. Ξαφνικά σταματάει μπροστά του ένα Jeep και βγαίνει από μέσα ο τζίτζικας: - Μέρμυγκα, έλα να πάμε παραλία για Jet-Ski, έχω και τα παιδιά εδώ και είναι πολύ αναμένα, και... - Όχι τζίτζικα, δε γίνεται. Έχω να μαζέψω ακόμα πολύ τροφή...και ξανά μουρμουράει από μέσα του ο μέρμυγκας:"Ρε μπαγάσα, δεν θα έρθει ο χειμώνας, θα σου δείξω εγώ..."
Μετά από έξι μήνες, μέσα στο καταχείμωνο, κρύο και χιόνι παντού, το μυρμήγκι κάθεται στην φωλίτσα του δίπλα στο τζάκι ψήνοντας κάστανα. Ξαφνικά χτυπά η πόρτα και εμφανίζεται ο τζίτζικας με δυο γκόμενες παραμάσχαλα, για άλλη μια φορά: - Μυρμήγκι, έλα να πάμε για σκι, τα παιδιά εδώ είναι πολύ χάι, και... Το μυρμήγκι κοιτάζει αποσβολωμένο τον τζίτζικα και αφού συνέρχεται, του λέει με στόμφο: - Σκοπεύεις να πας ψηλά στο βουνό, βρε τζίτζικα; - Ναι, πολύ ψηλά. Θα έχει και γ**ώ τα χιόνια εκεί. - Πάρα πολύ ψηλά; - Αρκετά ψηλά, στην κορυφή. - Εκεί ψηλά στο βουνό που θα πας, αν τυχόν δεις τον Αίσωπο, πες του εκ μέρους μου πως γ****ται!!!

Ο τέττιξ στο μύθο του Αισώπου

Τέττιξ και μύρμηκες
Ώρας δέ ποτε χειμώνος τυγχανούσης,
μύρμηκες σίτον ηλίαζον βραχέντα.
Τέττιξ δε τούτους ούτως ιδών ποιούντας,
αυτός λιμώττων και μέλλων τεθνηκέναι,
δραμών παρ' αυτούς εδωδήν επεζήτει.
Των δε φησάντων· Τω θέρει πώς ουκ έσχες,
αλλ' ερραθύμεις, και προσαιτείς αρτίως;
τέττιξ αντείπεν· Αλλ' ετερπόμην τότε,
αυλών και τέρπων όλους τους οδοιπόρους.
Οι δε αυτίκα ταύτα ακηκοότες
εμειδίασαν και προς αυτόν εβόων·
Χειμώνος ορχού, είπερ ηύλεις εν θέρει·
αλλ' εν θέρει συ τον σίτον αποτίθει
και μη λυρίζων ηδύνης οδοιπόρους.

Σάββατο 22 Ιουλίου 2006

Σύμβολο!!!


Το τζιτζίκι είναι σύμβολο!!!

Το σύμβολο της ανέμελης ευτυχίας,
της ήσυχης αγάπης για το "Είναι",
σε αντιδιαστολή προς το άγχος του "Γίγνεσθαι".

Ο Γ. Σεφέρης για τα τζιτζίκια στο ποίημα "Κίχλη"


"...και είσαι
σ' ένα μεγάλο σπίτι με πολλά παράθυρα ανοιχτά
τρέχοντας από κάμαρα σε κάμαρα, δεν ξέροντας
από πού
να κοιτάξεις πρώτα,
γιατί θα φύγουν τα πεύκα και τα καθρεφτισμένα βουνά
και το τιτίβισμα των πουλιών
θ' αδειάσει η θάλασσα, θρυμματισμένο γυαλί, από βοριά
και νότο
θ' αδειάσουν τα μάτια σου απ' το φως της μέρας
πώς σταματούν τα ξαφνικά κι όλα μαζί τα τζιτζίκια."

Τα τζιτζίκια


Δε θα μου 'πρεπαν λόγια μα κιθάρες και λύρες για να μιλήσω για τα τζιτζίκια. Στα γαλλικά το όνομά τους [Cigales] είναι οπωσδήποτε μουσικό, αλλά μέχρι εκεί. Το τέττιξ των αρχαίων ελληνικών έρχεται ήδη πιο κοντά προς την έκφρασή τους.
Στα σύγχρονα όμως ελληνικά τα λένε τζιτζίκια, τέλεια μίμηση του τραγουδιού του εντόμου. Πρόκειται άλλωστε για τραγούδι; Η λέξη είναι ολωσδιόλου άτοπη αφού ο ήχος παράγεται από το τρίψιμο των κοιλιακών τους κυμβάλων, όπως, ακριβώς, σ' ένα μουσικό πριόνι. Είναι παιχνίδι χορδών τρίφτη, όχι φωνητικών χορδών! Ο Ζαν Ανρί Φαμπρ μας το εξηγούσε θαυμάσια στο έργο του για τα τζιτζίκια, αυτός που είχε ορθά κερδίσει τον τίτλο του Ομήρου των εντόμων! Καθώς βλέπουμε, παραμένουμε, πάντα, σε ελληνικό χώρο!Το ουσιώδες, εντούτοις, δεν βρίσκεται αυτού! Δεν είναι ο Φαμπρ που θα μας διαφωτίσει εδώ για τα τζιτζίκια αλλά ο Πλάτωνας, που σ' ένα σημείο του Φαίδρου μας λέει ότι όταν "ακούστηκε για πρώτη φορά το τραγούδι των Μουσών πάνω στη γη, οι άνθρωποι τόσο αναστατώθηκαν που βάλθηκαν να τις μιμούνται σε σημείο που ξέχναγαν να φάνε και να πιούνε. Τόσο, που πέθαναν χωρίς να το καταλάβουν. Και από εκείνους γεννήθηκε τότε το είδος των τζιτζικιών". Θα πρέπει να διευκρινίσουμε, ωστόσο, πως στα σημερινά αυτιά το τραγούδι των τζιτζικιών ακούγεται περισσότερο επαναληπτικό και μονότονο παρά μαγευτικό. Είναι όμως φανερό ότι οι αρχαίοι Έλληνες δεν το άκουγαν με το ίδιο αυτί: γι' αυτούς, το τραγούδι των τζιτζικιών, μακριά από το να ακούγεται σαν σουβλιές ήταν φορέας ανάμνησης και πάνω απ' όλα φορέας μηνύματος. Γιατί τα τζιτζίκια ήταν οι άγγελοι των Μουσών πάνω στη γη και διαβίβαζαν στους θεούς τα σέβη των ανθρώπων. Το τραγούδι τους, έστω και μεσημεριανή ώρα, όταν ζέστη και αντηλιά κάνουν το χώμα ένα ζωντανό μαγκάλι και τον ίσκιο ένα ζωτικό καταφύγιο, ήταν ένα τραγούδι εγρήγορσης, που κατά κάποιον τρόπο έλεγε στον άνθρωπο: "εγέρσου-ξύπνα, εγέρσου-ξύπνα..." Φασαριόζικα, σίγουρα, βλέπε εκνευριστικά, μα και άγρυπνοι φύλακες και ως και διδακτικά, τέτοια ήταν για τους αρχαίους Έλληνες η φύση και ο λόγος ύπαρξης των τζιτζικιών. Για εκείνους που στην εποχή τους το γνώριζαν, ο μύθος του Πλάτωνα θα έπρεπε ιδίως να έχει ένα ηθικό και φιλοσοφικό νόημα. Αλλά πέρα από το μύθο, παραμένει το μυστήριο των τζιτζικιών. Το να περνάνε τη σύντομη ζωή τους ακίνητα πάνω σ' ένα δέντρο και τρίζοντας, δεν έχει κάτι το σόλοικο, μια ολοκληρωμένη ανεμελιά δηλαδή, όπως το δείχνει τόσο καλά ο μύθος του Λα Φονταίν; Ο μυθοποιός κατά τα φαινόμενα αγνοούσε το γεγονός πως τα τζιτζίκια πεθαίνουν μαζί με το καλοκαίρι, οπότε δεν έχουν καμία ανάγκη να προνοούν για την επιβίωσή τους το χειμώνα! Αλλά - θα μου αντιτάξουν - τα ίδια τα τζιτζίκια αγνοούν ότι θα πάψουν να ζουν όταν τελειώσει το καλοκαίρι, οπότε το πρόβλημα παραμένει: μπορούμε με αξιοπρέπεια, μέσα σε μια κοινωνία εργατικών μυρμηγκιών που συσσωρεύουν και αποταμιεύουν - μιλώ για τη δική μας κοινωνία, τη δική σας, άνθρωποι που με διαβάζετε - να περνάμε τη ζωή μας ζώντας με φρέσκο αέρα και με τραγούδι; Προσωπικά, απαντώ ναι, γιατί ένας κόσμος δίχως τζιτζίκια θα ήταν σαν ένας κόσμος χωρίς Μούσες, ένας Απόλλωνας χωρίς λύρα, ένα ρυάκι χωρίς κελάρυσμα, μια Πυθία χωρίς χρησμούς. Τα τζιτζίκια είναι ουσιαστικά για τον κόσμο, αυτή είναι η πεποίθηση μου και το πιστεύω μου. [ΖΑΚ ΛΑΚΑΡΙΕΡ]