Πέμπτη 6 Ιανουαρίου 2011

"Η αγάπη μου για τα τζιτζίκια" (του Ευγένιου Αρανίτση)

 (Μέρος Α΄)

     Το παρελθόν είναι για μένα δύο χάρτες, ο ένας πάνω στον άλλο. Στον έναν καταγράφονται όλοι οι χειμώνες από την ημέρα που γεννήθηκα μέχρι σήμερα και στον άλλο, ανάποδα, όλα τα καλοκαίρια από το φετινό μέχρι εκείνο του έτους ένα της ζωής μου. Οι χάρτες αυτοί δεν είναι επιτελικοί, δεν έχουν κέντρο· ορίζονται από μια αφηρημένη κυκλοφορία καταστάσεων που πηγάζουν από την ίδια τους την εμπειρική επιμονή να επανέρχονται ζητώντας λησμονιά και νοσταλγία αντίστοιχα. Ο πρώτος χάρτης είναι γκρίζος και δυσανάγνωστος· ο δεύτερος λάμπει μ' ένα οξύ γαλάζιο φως, τόσο σκληρό ώστε οι ενδείξεις και τα ονόματα, οι δρόμοι και τα υψόμετρα, εξαφανίζονται. Το φως λοιπόν είναι Πραγματικό, πέρα από κάθε γλωσσική σημασία: το φως, κατά κάποιον τρόπο, είναι αυτό που πρέπει να λείπει ώστε να έχει ο χάρτης νόημα.

    Το φως διαθέτει δική του γεύση, που θα μπορούσαμε να την συγκρίνουμε μ' εκείνη του αλατιού στην αλισάχνη των βράχων, και όσο για το απιτικό του ισοδύναμο, ας πούμε ότι συγγενεύει με την αίσθηση του καραβόπανου όταν το αγγίζουν οι ρώγες των δαχτύλων. Ισως αυτή η κάπως απόκρυφη αναλογία να ποικίλει από άνθρωπο σε άνθρωπο, όμως κανείς δεν θα αμφέβαλλε ότι τουλάχιστον ο ήχος του, ο ήχος αυτού του καλοκαιρινού φωτός για το οποίο μιλάω, είναι το τερέτισμα του τζίτζικα, το ίδιο μ' εκείνο που αντηχεί στο όνομά του. Ηχος ενός παράδοξου και περίπλοκου μουσικού οργάνου στη βάση της κοιλιάς, με την ίδια την κοιλιά σε θέση ηχείου. Ποιητική αδεία, το χαρακτηρίζουν σαν τραγούδι, επειδή το τζιτζίκι είναι το αγαπημένο σύμβολο των ποιητών της Μεσογείου, όμως θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελεί μοιρολόι, ομηρική εξιστόρηση, απλό βόμβο, ή και ρύπανση της μεσημεριανής ησυχίας. Κοιμάσαι; Ξύπνα και ξανακοιμήσου.