Παρασκευή 29 Οκτωβρίου 2010


Των ημερών μας αναμνήσεις κλαίν κ’ αισθήματα 

                                     Κ. Π. Καβάφης «Τρώες»

           Πήραν ξανά οι μέρες τον παλιό τους βηματισμό. Έγιναν αργόσυρτες, ομοιόμορφες. Μέρες κανονικές, κανονικών ανθρώπων. Η ευθεία της επανάληψης που από την προηγούμενη γνωρίζεις πώς θα τη διαχειριστείς. Μια ίσια γραμμή, αφόρητα παράλληλη, χωρίς συνάντηση, χωρίς καμιά προσμονή. Και οι νύχτες μοιάζουν πάλι ασήκωτες, νύχτες αγρύπνιας, αξημέρωτες που τροφοδοτούν τις διαφυγές . αναδρομές και παρήγορες αναπλάσεις… Είναι κι αυτό μια μορφή ζωής, ίσως, και μιας αλήθειας καθ’ υπέρβασιν, γι’ αυτό και τραγικής . να γαντζώνεσαι στη φαντασία, τις άηχες νύχτες σου – όπως το πουλί στο σύρμα την ώρα της θύελλας – και ν’ αφήνεις ν’ ανθίσει το ανέφικτο, το μεγάλο προσδοκώμενο που έχασε το δρόμο. Γεύση από κηρύθρα θυμαριού στα χείλη, κελαηδισμοί ανειρήνευτων πουλιών ή κρωγμοί γλάρων στη ευτυχία του ήλιου και της θάλασσας. Και το κορμί το αταξίδευτο από επιθυμία κατάφορτο…
          Όμως, η ζωή, η πιο δύστροπη ερωμένη, είναι εκεί και σε περιμένει. Τουλάχιστον όσο αναπνέεις και ζεις. Είναι εκεί, πάντα εκεί, στα πρωινά της ομίχλης, ή της ρόδινης ανταύγειας των βουνών, πάνω στα ξυπνημένα παραθυρόφυλλα. Είναι εκεί, και σ’ ακολουθεί στους πολύβουους δρόμους με το ψυχρό πρόσωπο της μέρας, με το νωθρό φως του μεσημεριού, με τους φανούς της νύχτας στο ουράνιο στερέωμα.
          Κι ύστερα, είναι το σπίτι κι αυτό πάντα εκεί, και σε περιμένει υπομονετικά μετά από κάθε δοκιμασία, μετά από κάθε οδοιπορία στις λεωφόρους και τις ατραπούς του μεγάλου κόσμου. Είναι πάντα εκεί, στέγαστρο και ανοιχτή αγκάλη που αποπνέει την ανάσα σου, ξυπνά της φωνής σου τον αντίλαλο, αντανακλά το βλέμμα σου. Εκεί, προστατευμένο και της εσώτατης ζωής σου το πάθος και το πάθημα. Γι’ αυτό που γέρνεις γερνώντας να θυμηθείς και να κλάψεις. Εκεί, υπάρχεις πιο ζωντανός από οπουδήποτε αλλού. Κι άλλοτε δεν υπάρχεις, ναυάγιο από τον καταποντισμό του χρόνου και των πραγμάτων. (Π. Τζ.)

Τρίτη 26 Οκτωβρίου 2010

Κι όλο μικραίνει ο δρόμος...

Πώς ξεπερνάς τα όρια σου. Καλπάζεις.
Μάχεται μέσα σου ο έρωτας
του τέλειου.
Χαμήλωσε τις θεϊκές σου υπερβάσεις
κοίτα μπροστά σου, υπάρχει τόσο χώμα
τόση λαχτάρα ξαγρυπνά στο σώμα.
Άκου, βρυχάται
ο καιρός: "Χάρτινη η γνώση
και η σοφία αν της καρδιάς τα τιμαλφή
χαμένα".
Πώς στροβιλίζονται οι στιγμές - βουβό
φορτίο λέξης - δακρύζει το φεγγάρι.
Ένα φθινόπωρο ακόμα αφήνει
στις παλάμες μας την άχνη
της βροχής του κι όλο μικραίνει
ο δρόμος.

Παρασκευή 22 Οκτωβρίου 2010

ΥΠΑΡΧΩ

Με συνιστούν τα πάθη μου. Δίνω γι' αυτά χωρίς ανταμοιβή το είναι μου. Σκορπιέμαι στους ανέμους σαν γύρη, με μόνο το μαρτύριο της παράδοσης, της πιο γήινης σκλαβιάς. Δυο χέρια γεμάτα γη και με το μάγουλο σφιχτά πάνω στο χώμα αφέθηκα σ' αυτό, δίπλωσα τις ανούσιες ανατάσεις και έγινα ένα με το χαμηλό του κόσμο: Χθόνιες εικόνες, οι πιο αληθινές που δεν ξεφτούν στου χρόνου το δρολάπι.
Υπάρχω, σ' ένα κορμί αρρωστημένο από επιθυμίες, χτυπημένο από αστραπές, διάτρητο από σκοτεινές ριπές, κι ωστόσο, λαμπερή πορφύρα της ψυχής μου.
Υπάρχω, όταν ανυπόδητη πορεύομαι πάνω στου κόσμου το πυρωμένο σύνορο και με τους άλλους μοιράζομαι τις ασύγκριτες μαντείες της αγρύπνιας μου, όλα όσα πρωτόφαντα αγγίζω με τη δροσερή παρόρμηση παιδιού, χωρίς βάσιμο λόγο.
Πάθος για τη ζωή αρυτίδωτο κι αστείρευτο. Ο κάθε κόκκος της πέτρας, η κάθε λάμψη αυτού του γεμάτου νύχτα βουνού, της θάλασσας το γυναικείο κάλεσμα, το θρόισμα το αρρενωπό του κάμπου, πλαστουργούν αέναα αυτή την ακατάλυτη πραγματικότητα που περνά μέσα μου τρισόλβια ή τριστάλαινα.
"Όλα είναι καλά", ορθώνεται η απαντοχή, ζεστή αντίστιξη από παλλόμενη ουσία Διονυσιακή και Απολλώνια μαζί. Τίποτα δεν ήταν και δεν ειναι εξαντλημένο. Άλλες οι αποσκευές μου σε κάθε του βίου σταθμό, άλλη η γεύση των δακρύων σε καθε εποχή. Δεν ανατέλλει ήλιος χωρίς σκιά και πρέπει κάποτε τη νύχτα να γνωρίσω. Τη νύχτα και το ασάλευτο. 
   Μέσα στο άφθιτο φως ψάχνοντας για το σπίτι μου, υπάρχω, πάντοτε σε πορεία. (Π.Τζ.)

Τετάρτη 20 Οκτωβρίου 2010

Αποφάσεις

Είπα...
να καταλύσω τα δεσμά,
εκείνα, του μεγάλου έρωτα
να κόψω αδάκρυτη τις γέφυρες
που ακροβατεί το όνειρο
του στοχασμού να φράξω τα περάσματα,
που αμαρτωλός στο έπακρον
ενδίδει αμετανόητος,
γκρεμίζοντας τα χάρτινα μου τείχη.

Είπα...
τη ματωμένη θύμηση να περιχαρακώσω,
που μαστιγώνει την ουσία της καρδιάς μου.

Είπα...
είπα τόσα πολλά,
που ακόμα με σαρκάζει ο εαυτός μου,
γι' αυτό το εύθραυστο περίβλημα,
γι' αυτή την άρριζη υπόσταση,
που επικυρώνει αμετάκλητα,
πόσο Καυκάσιος δεσμώτης παραμένω.

Τρίτη 19 Οκτωβρίου 2010

Κεραυνός και αστραπή - Παντελής Θαλασσινός

"Μετά του κεραυνού τ' ανάσεισμα,
η φωτιά.
Μετά τον πυρρίχιο της θύελλας,
η νηνεμία της παραδοχής.
Πίσω απ' του μύθου τα παραπετάσματα,
η ήσυχη φωνή,
θρυμματισμένος ψίθυρος,
βαθύτερος από χίλια ουρλιακτά μαζί.

Κυριακή 17 Οκτωβρίου 2010

ΣΗΜΕΙΑ ΣΤΙΞΗΣ

Ευέλικτη.
Χωρούσε αγόγγυστα σε μια παρένθεση.
Με κάθε φεγγαρόφωτο την μεταμόρφωνε σε πρόταση,
αντικείμενο και υποκείμενο εύκολα παίζοντας εναλλάξ.
Όσο για ρήματα, αμέτρητος σαρκαστικός κατάλογος.
Θαυμάζει, εμπιστεύεται, χαιδεύει, παθιάζεται,
ζηλεύει, θυμώνει, αγαπάει, κοροιδεύει, φοβάται....
Πριν φανεί το πρώτο φως της έβαζε με βιάση άνω τελεία.
Εκείνη ριγώντας, κουκουλωνόταν σαν παλτό ξανά τις δυο μικρές καμπύλες.
Κάποτε τους πήραν είδηση ανελέητα τα κόμματα,
δεχότανε πυρά ορυμαγδόν και από τις παύλες.
Μερόνυχτα αμύνονταν μόνο μ΄αποσιωπητικά.
Στο τέλος την παρέδωσε δεμένη με αγκύλες.
Ήταν πανσέληνος που έβαλε ολόμαυρη τελεία.
Μονάχα δύο δάκρυα, ολόιδια εισαγωγικά, κυλήσανε απ’ τα υγρά της μάτια.
Τα κράτησε κι αυτά για αναμνηστικό που στρίμωξε,
σε κάποια μύχια σκέψη που ντύθηκε επίσημα επίλογος.
« Να ξέρεις σ’ονειρεύτηκα στην αγκαλιά μου ολόγυμνη, χωρίς ερωτηματικά,
ολόκληρη έμοιαζες η βασική πάραγραφος σ’ ένα κυρίως θέμα!».
...Δε μετριούνται οι δίψες μέσα μας.
Μα η δίψα της έκφρασης στέκει ανάμεσα στις χειρότερες.
Και δεν είναι μονάχα που δε μπορούμε να πούμε αυτό που νιώθουμε.
Είναι και που δεν προφταίνουμε καλά καλά να νιώσουμε κατι και σύγκαιρα συλλογιόμασε πως θα το πούμε...

("Χειρόγραφα της μοναξιάς" - Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος)

...γιατί υπάρχουν κι άτομα που γίνονται... κομμάτια...

Παρασκευή 15 Οκτωβρίου 2010

Δ. Π. ΠΑΠΑΔΙΤΣΑΣ - "Νυχτερινά"

Ι

Ν’ ακούς πάντα
Ν’ ακούς το μεγάλωμα της νύχτας
Ν’ ακούς των χεριών τον ψαλμό το ξεκόλλημα της πέτρας απ’ τον τοίχο
Ν’ ακούς το φυτό που τρίζει το πρωί, το μεγάλωμα της νύχτας στο δέρμα
Ν’ ακούς τον αγέρα στων πουλιών τα κόκαλα
Ν’ ακούς του πουλιού το δρόμο την αγάπη του σπιτιού του νερού το φως
Ν’ ακούς των ματιών τη δόνηση καθώς απ’ τον ορίζοντα γυρίζουν
Και ακινητούν σ’ άλλων ματιών την αιώρα
Ν’ ακούς της φωτιάς τον πανικό, του ζώου το θρήνο
Το άχυρο που καίγεται στον ήλιο
Τον ήλιο ν’ ακούς που δέρνεται απ’ το φέγγος της σταγόνας
Ν’ ακούς του άστρου το χρώμα
Ν’ ακούς του άστρου την ευωδιά που ο κόσμος την ανάσανε κι έγινε περιβόλι
Ν’ ακούς στην ερημιά το χοροπηδητό της ρίζας
Ν’ ακούς μες στους θορύβους το ψιθύρισμα του νου που τον καρφώνουμε στον τοίχο
Ν’ ακούς τα μαλλιά τα φρύδια το μέτωπο και τη θλίψη τους
Όπως όταν ακούμε στο μυαλό μαχαίρια ν’ ακονίζονται
Ν’ ακούς τα χέρια ή τις παρειές που είναι μες στα χέρια ζεστές και τρέμουν
Ν’ ακούς την τουφεκιά που αστοχεί όμως που κόβει στα δυο τα πάντα
Κι ύστερα ο ύπνος πάλι τα ενώνει

Ν’ ακούς της χαραμάδας την οδύνη που ευρύνεται να πεταχτεί ο Θεός
Ν’ ακούς το Θεό μες στο φόνο σαν το φλουρί στη νύχτα
Σαν την αστραπή πάνω στο φλουρί

Την καρδιά ν’ ακούς
Ν’ ακούς τον ουρανό που σαλεύει στου εμβρύου τον ύπνο
Την καρδιά ν’ ακούς που γεμίζει τον κόσμο παιδιά κι άλλα φεγγάρια
Ν’ ακούς στο χώμα το άλογο, στο χώμα το σκάψιμο, την πληγή του νερού
Το τρίψιμο του αλόγου στον αέρα
Ν’ ακούς πάντα.

IV

Από πού έρχεται η νύχτα; πως μπορεί και μπαίνει μες στα δέντρα
Σαν τη βροχή στο χώμα; Εσύ που είσαι δίπλα μου
Και δεν μπορώ να σ’ αφήσω και να φύγω διότι
Η ψυχή μου είναι σκελετός πουλιού που βρέθηκε εντός σου
Κοίτα με. Μήπως δεν μπορείς βλέποντας με να με στεγνώσεις
Σαν να ‘μαι ένα βρεμένο ρούχο κι εσύ το μεσημέρι;

Πώς να φύγεις; η βροχή σε καρφώνει πάνω μου με χιλιάδες καρφιά
Έγινα εκείνο που θυμάσαι σ’ όλη σου τη ζωή
Είμαι κι ο αγέρας όταν είσαι φωτιά.

VI

Αν διψάσεις εγώ θα σου γίνω νερό
Σε μένα θα σκύψει το στόμα σου εμένα θα ευχαριστήσεις
Σε μένα θα δώσεις τη γδύμνια σου
Εσύ η ρίζα από μένα το υγρό χώμα θα περιβληθείς
Κι ο κόσμος θ’ ακούσει τη χαρούμενη κραυγή σου
Εσύ θ’ απλώσεις αποφυάδες στο κορμί μου
Που από μέσα θα με πονούν διασχίζοντας με
Κι ας με πονούν, η χαρούμενη κραυγή σου με φέρνει στη θάλασσα
Με πάει πιο μακριά με ξυπνάει πάνω σε χορτάρια
Οδηγεί τα χέρια μου, τα θρυμματίζει σε άπειρες μικρές φωτιές
Που η φεγγοβολή τους μεγαλύνει την ψυχή του πλησίον

Αν νυστάξεις εγώ θα σου γίνω μαλακό κρεβάτι να κοιμηθείς
Κι από κάθε της καρδιά μου χτύπο θα πετιέται
Κι ένα όνειρο. Το πρωί εγώ θα ‘μαι τα παιδιά
Που θα τους λες τα όνειρα
Εγώ θα ‘μαι η χαρά τους να σ’ ακούν και να σε βλέπουν
Να σ’ αγγίζουν με των ματιών τους το μυστήριο
Και να σ’ αφήνουν ύστερα μ’ έναν τρόπο σαν τα πουλιά

Αν κρυώνεις εγώ θα σου γίνω το ένδυμα
Κι αν ήμουν ως τώρα κρύος αγέρας θα το ξεχάσω
Θα γίνω η γλυκιά φωτιά σ’ όσους κρυώνουν
Αχ τα κρύα χέρια των ανθρώπων κι η φωτιά

Αν πεινάσεις εγώ θα ‘μαι το ψωμί
Το ξεχασμένο στη σκοτεινιά του ντουλαπιού
Θέ μου η ψυχή του πεινασμένου
Φωτίζει πάντα ένα ψωμί.