Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου 2009

Βροχή

Απόψε βρέχει. Μια λεπτή, αθόρυβη βροχή σαν ευλογία. Η πόλη τυλιγμένη σε νεφέλη ονείρου. Βγήκα στους δρόμους εκείνη, ακριβώς, την ώρα που δεν είναι μέρα ούτε νύχτα, εκείνη, ακριβώς, την ώρα που η ψυχή γονατίζει κι αποζητά στηρίγματα. Στο φύσημά της η νύχτα έσβησε τις λεπτομέρειες και άφησε μόνο τα περιγράμματα των πραγμάτων. Χαμήλωνε κι ο ορίζοντας χωρίς θάμπη και πλάνες. Σκοτεινός και βαρύς.
Η ώρα της βροχής στη φύση. Η ώρα της βροχής μέσα μου. Έκλεισα την ομπρέλα. Περπατούσα ασκεπής. Χιλιάδες επίμονες σταγόνες στάλαζαν, κόμποι διάφανοι στα μαλλιά μου, κατρακυλούσαν στα βλέφαρα, υποψία από δάκρυ. χιλιάδες επίμονες σταγόνες μ' έκρουαν στα μάγουλα. Έμοιαζαν τύψεις...
Κι όμως, την αγαπώ τη βροχή. Αυτό το παραμυθένιο σκηνικό με πρωταγωνιστή το νερό σαν να πρόκειται κάθε φορά να σβήσει την προαιώνια δίψα μου. Δίψα για ζωή, για ολόκληρη ζωή, όχι για το λίγο του κόσμου, του ονείρου το ελάχιστο. Έπειτα, θέλγομαι από όλα τα υδαρή, τα απροσχημάτιστα, όσα δεν ευδοκιμούν μέσα σε περιχαρακωμένα πλαίσια/φυλακές, όσα αλλάζουν υπόσταση με τις διαθέσεις της ψυχής, απρόβλεπτα σαν το νερό, ελεύθερα σαν το ποτάμι, ανυπόταχτα σαν τα σύννεφα. Αγαπώ τις ροές των σκέψεων, των συναισθημάτων, των αναπολήσεων. Μακριά από τη στατικότητα των υπολογισμών, την ψυχρή τελειομανία των προβλέψιμων που σου στερούν την ανάσα της άλλης στιγμής με τα απρόσμενα χρώματα. Είμαι ποταμός ασυντόνιστος που ξεχειλίζει, όταν βουρκώνει ή όταν τα νερά του τραγουδούν με της καρδιάς τους κτύπους, τους ασυλλόγιστους. Είμαι βροχή ποτιστική και δρόσος των αρωμάτων, στάλα εαρινής δροσιάς που λαμπυρίζει φως, έτοιμη να παραδοθεί στου Καιρού το πρώτο, πράσινο κάλεσμα.