(Μέρος Γ΄)
Το αγαπάω το τζιτζίκι ακόμη περισσότερο, τώρα πια, επειδή ο χάρτης του καλοκαιριού έχει αρχίσει να γίνεται σκοτεινός και δύσβατος, κι αυτό το πλάσμα τον φωτίζει με μια φλόγα μυστικής αντίστασης κατά της αισχρής και απάνθρωπης βιασύνης που υποτίθεται ότι πρέπει να μας συνοδεύει σαν κάτι ιδανικό. Στην αισώπεια διάστασή του, είναι το σύμβολο της ανέμελης ευτυχίας, αυτής της ήσυχης αγάπης για το Είναι, σε αντιδιαστολή προς το άγχος του Γίγνεσθαι, η οποία χαρακτηρίζει την Ανατολή. Τρομερή κοινοτοπία, το τζιτζίκι δεν δίνει τίποτα για εκμετάλλευση, κι έτσι τραβάει επάνω του τη μνησίκακη περιφρόνηση του νεόπλουτου κατεστημένου. Παραμένοντας το έμβλημα του παρόντος, η ενσάρκωση της αθρόας τωρινής στιγμής, δηλαδή αυτού που μας άρπαξαν, ενοχλεί την αυταρέσκεια των αρπακτικών - κι εμείς, με συγχωρείτε για τη έκφραση, τους έχουμε γραμμένους εκεί που ξέρουν.
Να κι ο Ανιέλι, ο έξυπνος Ιταλός κροίσος που δωροδόκησε κάτι παιδάκια του χωριού, στους Παξούς, το 1977, για να μαζέψουν όλα τα τζιτζίκια γύρω απ' τη μεγαλοπρεπή του έπαυλη, επειδή ο θόρυβος λέει ενοχλούσε τους υψηλούς προσκεκλημένους που το πέρασαν για ροχαλητό του Θεού. Εκεί, στη Λάκκα, ακόμη το θυμούνται. Λέω έξυπνος διότι δεν τους έδωσε τη δουλειά κατ' αποκοπήν, αλλά υποσχέθηκε μία δραχμή για κάθε έντομο, γεγονός που ενθάρρυνε την κινητικότητα ώσπου τα παιδιά γέμισαν πέντ' έξι τεράστιες σακούλες με τζιτζίκια και του τα πήγαν. Οι υπηρέτες τα πέταξαν στα σκουπίδια. Θυμίζω το όνομα: Τζίτζικας ο πληβείος.
«Σακούλες», «σκουπίδια», «Ανιέλι», υποχρεώνομαι να μεταχειριστώ κακόηχες λέξεις σήμερα, αλλά δεν γινόταν αλλιώς· η περίφραση έχει τα όριά της.
Το αγαπάω το τζιτζίκι ακόμη περισσότερο, τώρα πια, επειδή ο χάρτης του καλοκαιριού έχει αρχίσει να γίνεται σκοτεινός και δύσβατος, κι αυτό το πλάσμα τον φωτίζει με μια φλόγα μυστικής αντίστασης κατά της αισχρής και απάνθρωπης βιασύνης που υποτίθεται ότι πρέπει να μας συνοδεύει σαν κάτι ιδανικό. Στην αισώπεια διάστασή του, είναι το σύμβολο της ανέμελης ευτυχίας, αυτής της ήσυχης αγάπης για το Είναι, σε αντιδιαστολή προς το άγχος του Γίγνεσθαι, η οποία χαρακτηρίζει την Ανατολή. Τρομερή κοινοτοπία, το τζιτζίκι δεν δίνει τίποτα για εκμετάλλευση, κι έτσι τραβάει επάνω του τη μνησίκακη περιφρόνηση του νεόπλουτου κατεστημένου. Παραμένοντας το έμβλημα του παρόντος, η ενσάρκωση της αθρόας τωρινής στιγμής, δηλαδή αυτού που μας άρπαξαν, ενοχλεί την αυταρέσκεια των αρπακτικών - κι εμείς, με συγχωρείτε για τη έκφραση, τους έχουμε γραμμένους εκεί που ξέρουν.
Να κι ο Ανιέλι, ο έξυπνος Ιταλός κροίσος που δωροδόκησε κάτι παιδάκια του χωριού, στους Παξούς, το 1977, για να μαζέψουν όλα τα τζιτζίκια γύρω απ' τη μεγαλοπρεπή του έπαυλη, επειδή ο θόρυβος λέει ενοχλούσε τους υψηλούς προσκεκλημένους που το πέρασαν για ροχαλητό του Θεού. Εκεί, στη Λάκκα, ακόμη το θυμούνται. Λέω έξυπνος διότι δεν τους έδωσε τη δουλειά κατ' αποκοπήν, αλλά υποσχέθηκε μία δραχμή για κάθε έντομο, γεγονός που ενθάρρυνε την κινητικότητα ώσπου τα παιδιά γέμισαν πέντ' έξι τεράστιες σακούλες με τζιτζίκια και του τα πήγαν. Οι υπηρέτες τα πέταξαν στα σκουπίδια. Θυμίζω το όνομα: Τζίτζικας ο πληβείος.
«Σακούλες», «σκουπίδια», «Ανιέλι», υποχρεώνομαι να μεταχειριστώ κακόηχες λέξεις σήμερα, αλλά δεν γινόταν αλλιώς· η περίφραση έχει τα όριά της.