Πέμπτη 21 Απριλίου 2011

"Ερωτικό" από τη "Μυθολογία" του Μάνου Χατζηδάκι

"Κι αν γεννηθείς κάποια στιγμή
Μιαν άλλη που δε θα υπάρχω
Μη φοβηθείς
Και θα με βρείς είτε σαν άστρο
Όταν μονάχος περπατάς στην παγωμένη νύχτα
Είτε στο βλέμμα ενός παιδιού που θα σε προσπεράσει
Έιτε στη φλόγα ενός κεριού που θα κρατάς
Διαβαίνοντας το σκοτεινό το δάσος Γιατί ψηλά στον ουρανό που κατοικούνε τʼ άστρα
Μαζεύονται όλοι οι ποιητές
Και οι εραστές καπνίζουν σιωπηλοί πράσινα φύλλα
Μασάν χρυσόσκονη πηδάνε τα ποτάμια
Και περιμένουν
Να λιγωθούν οι αστερισμοί και να λιγοθυμήσουν
Να πέσουν μεσʼ στον ύπνο σου
Να γίνουν αναστεναγμός στην άκρη των χειλιών σου
Να σε ξυπνήσουν και να δεις απʼ το παραθυρό σου
Το προσωπό μου φωτεινό
Να σχηματίζει αστερισμό
Να σου χαμογελάει
Και να σου ψιθυρίζει
Καλή νύχτα…”


Τετάρτη 13 Απριλίου 2011

Τα τέσσερα "θέλω"

   Θέλω έναν άνδρα με το βλέμμα, την όψη, την κίνηση να ξεχειλίζουν από τον πλουτοφόρο λόγο, της ψυχής τον εύχυμο λόγο, όχι το στείρο άκουσμα της επανάληψης, ούτε τον απόηχο φράσεων στερεότυπων μιας ολιγόπνοης συναναστροφής.
  Θέλω έναν άνδρα που να μπορεί να μιλάει, να μιλάει αφειδώλευτα για της καρδιάς τα τιμαλφή κατάλοιπα, που να μη διστάζει - επειδή είναι άνδρας και μόνο - να ξετυλίγει διάφανα τα συναισθήματά του με αδείλιαστη φωνή.
   Θέλω έναν άνδρα με πραγματικά γενναία πρόθεση για καμιά απόκρυψη, απαλλαγμένο απ' την αρχαία επικάλυψη της αυθεντίας που αναστέλλει με τη σιωπή, της έκφρασης την άγια προσφορά. Έναν άνδρα πρόθυμο να λησμονήσει τους πειθαναγκασμούς θέσεων και συμβάσεων, μοναδικά ικανό να συλλαβίζει ψιθυριστά όλα τα ανυψωτικά για τη γυναίκα, ερωτοτροπώντας πρώτα με τις λέξεις κι ύστερα με την ίδια.
   Θέλω έναν άνδρα που να μη καταδέχεται να με παγιδεύει στις νοσογόνες υποθέσεις για το τι αισθάνεται, αλλά που ο ίδιος - ροή νερού καθάριου - ν' αφήνεται στο κείμενο της επιθυμητής ανάγνωσης.
   'Εναν άνδρα πολέμιο του ανέκφραστου, που να μη διαχέει την αγωνία της υποψίας για διάψευση, αλλά που η διάθεσή του έναρθρη, στην ευκρίνειά της, όρμος κι απάγγειο χωρίς δίνες.

Τρίτη 12 Απριλίου 2011

"Τι τα θες;"


Όταν δεν μπορείς να πεις αυτό που θες
και τα λόγια σου ζαλίζουν το κεφάλι
Τι τα θες τα παραμύθια, τι τα θες;
Με τα ψέματα δεν παίζουν οι μεγάλοι
κι εσύ παιδί, μικρό παιδί, κι αν θες
δεν είσαι πάλι.

Όταν δεν μπορείς να πεις αυτό που θες
τράβα γρήγορα και βρες τον εαυτό σου
μιας και σήμερα και αύριο και χθες
θα τον έχεις αγαπούλα μου εχθρό σου
κι εσύ παιδί, μικρό παιδί, για βρες
το φυλαχτό σου.

Σάββατο 9 Απριλίου 2011

Η μοναξιά είναι από χώμα


"Είμαι από άμμο, στο είπα.
Είμαι ένα κουτί σαν εκείνα τα παλιά κουτιά - δώρα που το πιο μεγάλο κουτί έκρυβε ένα μικρότερο και πιο μέσα άλλο κι άλλο. Το τελευταίο κουτάκι τι περιέχει; Αν περιέχει και κάτι... Λες η πορεία της ζωής μας να είναι μια παρέλαση άδειων κουτιών μονάχα; Σκέψου! Είναι κι αστείο τελικά, μια φοβερή φάρσα που να μάθουμε να μην παίρνουμε σοβαρά τον εαυτό μας. Θυμάσαι που συζητούσαμε πως κάποιος σοφός θα επινόησε εκείνες τις ξύλινες ρώσσικες κούκλες που η μια μπαίνει μέσα στην άλλη;
Σε μένα δυστυχώς ο αριθμός είναι αναρίθμητος. Αν αδειάσω και απλωθώ σε όσες κούκλες περιέχω θα πλημμυρίσω το σύμπαν.
Τι να σου πω λοιπόν και τι να σου υποσχεθώ κι εξ' ονόματος τίνος να σου μιλήσω;" 

Πέμπτη 7 Απριλίου 2011

''Το ροκ που παίζουν τα μάτια σου'' (stairway to heaven)

"Το ανέβασμα"

    Ήταν ένα υγιές ζώο. Είχε τις τεταμένες, αρπακτικές διαθέσεις του ζώου. Άφηνε στο διάβα του τις ίδιες πατημασιές. Μόνο που τις κοίταζε από το ύψος του νου και της καρδιάς. Διέθετε κάτι ασύλληπτο στην έκφραση της σκοτεινής επιθυμίας, καθώς την ένιωθε βαθιά μέσα του αγαλήνευτη ορμή να βγαίνει από το άγριο δάσος των αισθήσεων.

   Όμως, στο πλησίασμα του άλλου σώματος, χωρίς να προδίνει τη γήινή του υπόσταση, γινόταν δυνάστης της ίδιας του της σάρκας. Μπόλιαζε τη σαρωτική ανάγκη με αρρενωπή τρυφερότητα, για να τη μεταλλάξει από πάθος τυφλό σε  αίσθημα πάμφωτο, και έτσι με τις θωπείες της στοργής του, την έφερνε να κατοικήσει απ' των δρυμών τη σκληρή μοναξιά στης ψυχής τα ήμερα δώματα. Είχε ένα τρόπο να δίνει και να παίρνει μοναδικό. 

  Εκεί ακριβώς ξεπερνούσε το ζώο. Γιατί, δεν έμενε σκυφτός στα σκαλοπάτια των ενστίκτων, αλλά ανεβαίνοντας προς τις δυσπρόσιτες κορφές του ανθρώπου, έκανε λόγο την κραυγή και το αξεδιάλυτο ορμέφυτο της συνεύρεσης, όνειρο και τραγούδι.

   Στο αντρίκειο του κορμί ο πυρετός της αναζήτησης γινόταν ζεστασιά με ζηλευτή διάρκεια που θέρμαινε χωρίς να καίει.
                                                                                                                        (Π. Τζ.)


Κυριακή 3 Απριλίου 2011

"Ερωτικός Λόγος" του Γιώργου Σεφέρη


Έστι δε φύλον εν ανθρώποισι ματαιότατον,
όστις αισχύνων επιχώρια παπταίνει τα πόρσω,
μεταμώνια θηρεύων ακράντοις ελπίσιν.
ΠΙΝΔΑΡΟΣ
 
                                Α'
Ρόδο της μοίρας, γύρευες να βρεις να μας πληγώσεις
μα έσκυβες σαν το μυστικό που πάει να λυτρωθεί
κι ήταν ωραίο το πρόσταγμα που δέχτηκες να δώσεις
κι ήταν το χαμογέλιο σου σαν έτοιμο σπαθί.
Του κύκλου σου το ανέβασμα ζωντάνευε τη χτίση
από τ' αγκάθι σου έφευγε το δρόμου ο στοχασμός
η ορμή μας γλυκοχάραζε γυμνή να σ' αποχτήσει
ο κόσμος ήταν εύκολος. Ένας απλός παλμός.
 
                                Β'
Τα μυστικά της θάλασσας ξεχνιούνται στ' ακρογιάλια
η σκοτεινάγρα του βυθού ξεχνιέται στον αφρό.
Λάμπουνε ξάφνου πορφυρά της μνήμης τα κοράλλια...
Ω μην ταράξεις... πρόσεξε ν' ακούσεις τ' αλαφρό
ξεκίνημά της... τ' άγγιξες το δέντρο με τα μήλα
το χέρι απλώθη κι η κλωστή δείχνει και σε οδηγεί...
Ω σκοτεινό ανατρίχιασμα στη ρίζα και στα φύλλα
να 'σουν εσύ που θα 'φερνες την ξεχασμένη αυγή!
Στον κάμπο του αποχωρισμού να ξανανθίζουν κρίνα
μέρες ν' ανοίγουνται ώριμες, οι αγκάλες τ' ουρανού,
να φέγγουν στο αντηλάρισμα τα μάτια μόνο εκείνα
αγνή η ψυχή να γράφεται σαν το τραγούδια αυλού...
Η νύχτα να 'ταν που έκλεισε τα μάτια; Μένει αθάλη,
σαν από δοξαριού νευρά μένει πνιχτό βουητό,
μια στάχτη κι ένας ίλιγγος στο μαύρο γυρογιάλι
κι ένα πυκνό φτερούγισμα στην εικασία κλειστό.
Ρόδο του ανέμου, γνώριζες μα ανέγνωρους μας πήρες
την ώρα που θεμέλιωνε γιοφύρια ο λογισμός
να πλέξουνε τα δάχτυλα και να διαβούν δυο μοίρες
και να χυθούν στο χαμηλό κι αναπαμένο φως.
  
                                Γ'
Ω σκοτεινό ανατρίχιασμα στη ρίζα και στα φύλλα!
Πρόβαλε ανάστημα άγρυπνο στο πλήθος της σιωπής
σήκωσε το κεφάλι σου από τα χέρια τα καμπύλα
το θέλημά σου να γενεί και να μου ξαναπείς
τα λόγια που άγγιζαν και σμίγαν το αίμα σαν αγκάλη
κι ας γείρει ο πόθος σου βαθύς σαν ίσκιος καρυδιάς
και να μας πλημμυράει με των μαλλιών σου τη σπατάλη
από το χνούδι του φιλιού στα φύλλα της καρδιάς.
Χαμήλωναν τα μάτια σου κι είχες το χαμογέλιο
που ανιστορούσαν ταπεινά ζωγράφοι αλλοτινοί.
Λησμονημένο ανάγνωσμα σ' ένα παλιό ευαγγέλιο
το μίλημά σου ανάσαινε κι η ανάλαφρη φωνή:
"Είναι το πέρασμα του χρόνου σιγαλό κι απόκοσμο
κι ο πόνος απαλά μες στην ψυχή μου λάμνει
χαράζει η αυγή τον ουρανό, τ' όνειρο μένει απόντιστο
κι είναι σαν να διαβαίνουν μυρωμένοι θάμνοι.
Με του ματιού τ' αλάφιασμα, με του κορμιού το ρόδισμα
ξυπνούν και κατεβαίνουν σμάρι περιστέρια
με περιπλέκει χαμηλό το κυκλωτό φτερούγισμα
ανθρώπινο άγγιγμα στο κόρφο μου τ' αστέρια.
Την ακοή μου ως να 'σμιξε κοχύλι βουίζει ο αντίδικος
μακρινός κι αξεδιάλυτος του κόσμου ο θρήνος
μα είναι στιγμές και σβήνουνται και βασιλεύει δίκλωνος
ο λογισμός του πόθου μου, μόνος εκείνος.
Λες κι είχα αναστηθεί γυμνή σε μια παρμένη θύμηση
σαν ήρθες γνώριμος και ξένος, ακριβέ μου
να μου χαρίσεις γέρνοντας την απέραντη λύτρωση
που γύρευα από τα γοργά σείστρα του ανέμου..."
Το ραγισμένο ηλιόγερμα λιγόστεψε κι εχάθη
κι έμοιαζε πλάνη να ζητάς τα δώρα τ' ουρανού.
Χαμήλωναν τα μάτια σου. Του φεγγαριού τ' αγκάθι
βλάστησε και φοβήθηκες τους ίσκιους του βουνού.
...Μες στον καθρέφτη η αγάπη μας, πώς πάει και λιγοστεύει
μέσα στον ύπνο τα όνειρα, σκολειό της λησμονιάς
μέσα στα βάθη του καιρού, πώς η καρδιά στενεύει
και χάνεται στο λίκνισμα μιας ξένης αγκαλιάς...
 
                                Δ'
Δυο φίδια ωραία κι αλαργινά, του χωρισμού πλοκάμια
σέρνουνται και γυρεύουνται στη νύχτα των δεντρών,
για μιαν αγάπη μυστική σ' ανεύρετα θολάμια
ακοίμητα γυρεύουνται δεν πίνουν και δεν τρων.
Με γύρους και λυγίσματα κι η αχόρταγή τους γνώμη
κλώθει, πληθαίνει, στρίβει, απλώνει κρίκους στο κορμί
που κυβερνούν αμίλητοι του έναστρου θόλου οι νόμοι
και του αναδεύουν την πυρή κι ασίγαστη αφορμή.
Το δάσος στέκει ριγηλό της νύχτας αντιστύλι
κι είναι η σιγή τάσι αργυρό όπου πέφτουν οι στιγμές
αντίχτυποι ξεχωρισμένοι, ολόκληροι, μια σμίλη
προσεχτική που δέχουνται πελεκητές γραμμές...
Αυγάζει ξάφνου το άγαλμα. Μα τα κορμιά έχουν σβήσει
στη θάλασσα στον άνεμο στον ήλιο στη βροχή.
Έτσι γεννιούνται οι ομορφιές που μας χαρίζει η φύση
μα ποιος ξέρει αν πέθανε στον κόσμο μια ψυχή.
Στη φαντασία θα γύριζαν τα χωρισμένα φίδια
(Το δάσος λάμπει με πουλιά βλαστούς και ροδαμούς)
μένουν ακόμη τα σγουρά γυρέματά τους, ίδια
του κύκλου τα γυρίσματα που φέρνουν τους καημούς.
 
                                Ε'
Πού πήγε η μέρα η δίκοπη που είχε τα πάντα αλλάξει;
Δε θα βρεθεί ένας ποταμός να 'ναι για μας πλωτός;
Δε θα βρεθεί ένας ουρανός τη δρόσο να σταλάξει
για την ψυχή που νάρκωσε κι ανάθρεψε ο λωτός;
Στην πέτρα της υπομονής προσμένουμε το θάμα
που ανοίγει τα επουράνια κι είν' όλα βολετά
προσμένουμε τον άγγελο σαν το πανάρχαιο δράμα
την ώρα που του δειλινού χάνουνται τ' ανοιχτά
τριαντάφυλλα... Ρόδο άλικο του ανέμου και της μοίρας,
μόνο στη μνήμη απέμεινες, ένας βαρύς ρυθμός
ρόδο της νύχτας πέρασες, τρικύμισμα πορφύρας
τρίκυμισμα της θάλασσας... Ο κόσμος είναι απλός.

Αθήνα, Οχτώβρης '29 - Δεκέμβρης '30

Σάββατο 2 Απριλίου 2011

"Κατευνασμός" (Γκαίτε)

Το πάθος οδηγεί στην συντριβή. Ω, ποιός θα γαληνέψει
ετούτη τη βαρύθυμη καρδιά, τα πάντα που έχει χάσει !
Οι ώρες που γοργά φτερούγισαν, που νάναι τώρα;
Προς τι λοιπόν; Μάταια συνάντηση στη γη το Ωραίο;
Θολό το πνεύμα μου, αβέβαιες οι πράξεις, συγχυσμένες,
δεν είναι στις αισθήσεις προσιτός ο υπέρτερος ο κόσμος !


Με αγγελικά φτερά η Μουσική τώρα αιωρείται,
μυριάδες αναπλέκονται, γλυκαναδεύουν τόνοι,
και στην ανθρώπινη ψυχή διεισδύοντας, την αίγλη
του Ωραίου, του Άφθαρτου, αφειδώλευτα σκορπίζουν.
Το βλέμμα υγρό και σ'έκσταση βυθίζεται υπερτάτη.
των ήχων την αξία και των δακρύων αισθάνεται τη θεία.


Κι αλαφρωμένη έτσι η καρδιά, βλέπει ότι κι ακόμη
και ζει -ναι -και κτυπά και να κτυπά ολοένα θέλει
για να μπορεί να ευγνωμονεί, ομόθυμη, και πάντα,
σαν αντιχάρισμα, γι αυτό το ανέλπιστο το δώρο.
Και τότε αιστάνθηκε -αιώνια αυτή είθε να μείνει -
την ευτυχία διπλή: και της αγάπης και των ήχων !