Στο άδειο της νύχτας αναμετρώ, του ασημάδευτου καιρού το άδειο. Το φεγγάρι, πληγή κόκκινη, ανεπούλωτη. Τα ποιήματα, "βάρος περιττό", καμιάν ανάσταση δεν τρικυμίζουν.
Απ' το πηγάδι της ψυχής, πουλιά αλαφιασμένα, φτερουγίζουν οι απορίες: Γιατί είμαι δυνατή; Γιατί παίρνω στους λυγισμένους ώμους μου τις ώρες τις βαρύθυμες των άλλων; Γιατί σε ατραπούς που φιδοσέρνονται μες στην ομίχλη της ανάγκης, ανοίγω πάντα δρόμο με της θέλησης τα σιδερένια δάχτυλα;
Δάκρυα που δεν κύλησαν από τους ηρωισμούς της κάθε μέρας κι άφησαν την απόγνωση βαθιά πτυχή στα χείλη.
Η αδυναμία του δυνατού, τόσο αδιανόητη για όλους, που να μη μπορεί πουθενά να καταχωρήσει ορατή την ανημπόρια του, αλλά να φυλακίζει πίσω από τη στίλβη της αποφασιστικότητας, ένα πυκνό νεφέλωμα φόβων και αναστολών.
Η αδυναμία του δυνατού, τόσο οδυνηρή, όσο πιο ανάγλυφη έρπει στο πρόσωπο η παγωνιά της αξιοπρέπειας και το "όχι" της δικής του ανάσας, κραυγή αιχμάλωτη, να ξεψυχά στά άδυτα.
Η αδυναμία του δυνατού σταθερά αθέατη, όταν σπεύδει όλα να τα χρεωθεί με το νοήμον της σιωπής σφραγίζοντας τα χείλη, ενώ μέσα του λιγοστεύει η απαντοχή, ακρωτηριάζεται η προσδοκία κι ο χρόνος σπάει ορμητικά στο πρόσωπό του.
Μέσα στων περιστάσεων τη βουβή υπακοή, η αδυναμία του δυνατού, ιδιωτική οδός, απόμερη και άπορη, με τα εύσημα του άτεγκτου χρέους ρυμοτομημένη, να δείχνει στο μαύρο της διάψευσης, όχι τι είναι ζωή, αλλά τι δεν είναι.