Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2010
Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2010
ΕΙΣ ΤΕΤΤΙΓΑ
Μακαρίζομέν σε, τέττιξ,
ὅτε δενδρέων ἐπ' ἄκρων
ὀλίγην δρόσον πεπωκώς
βασιλεὺς ὅπως ἀείδεις.
σὰ γάρ ἐστι κεῖνα πάντα,
ὁπόσα βλέπεις ἐν ἀγροῖς
ὁπόσα τρέφουσιν ὗλαι.
σὺ δὲ τίμιος βροτοῖσιν,
θέρεος γλυκὺς προφήτης.
φιλέουσι μέν σε Μοῦσαι,
φιλέει δὲ Φοῖβος αὐτός,
λιγυρὴν δ' ἔδωκεν οἴμην
τὸ δὲ γῆρας οὔ σε τείρει.
σοφέ, γηγενής, φίλυμνε,
ἀπαθής, δ'ἀναιμόσαρκε
σχεδὸν εἶ θεοῖς ὅμοιος.
ὅτε δενδρέων ἐπ' ἄκρων
ὀλίγην δρόσον πεπωκώς
βασιλεὺς ὅπως ἀείδεις.
σὰ γάρ ἐστι κεῖνα πάντα,
ὁπόσα βλέπεις ἐν ἀγροῖς
ὁπόσα τρέφουσιν ὗλαι.
σὺ δὲ τίμιος βροτοῖσιν,
θέρεος γλυκὺς προφήτης.
φιλέουσι μέν σε Μοῦσαι,
φιλέει δὲ Φοῖβος αὐτός,
λιγυρὴν δ' ἔδωκεν οἴμην
τὸ δὲ γῆρας οὔ σε τείρει.
σοφέ, γηγενής, φίλυμνε,
ἀπαθής, δ'ἀναιμόσαρκε
σχεδὸν εἶ θεοῖς ὅμοιος.
Τρίτη 28 Δεκεμβρίου 2010
Η αγάπη δεν είναι ζάλη
Η αγάπη δεν είναι ζάλη.
Δεν είναι άνθος που μεθάει απ' το φιλί της άνοιξης.
Μυρωμένο τραγούδι που απλώνεται πάνω στη σάρκα γλυκά.
Η αγάπη είναι φόβος.
Δεν είναι σώμα που ζητάει να βρει παρηγοριά.
Tρυφερή αύρα που λικνίζει τα νοσταλγικά απογεύματα.
Είναι ποτάμι που περνάει μέσα από τα μαύρα λιβάδια.
'Aγριος αγέρας που σπάζει τα κλαδιά στους κήπους και στα όνειρα.
Δεν είναι ζάλη η αγάπη. Δεν είναι σιγανή φωτιά.
Ούτε χωράει στα κλειστά, στα σίγουρα βράδια.
Βγαίνει έξω και χτυπιέται με το δαίμονα.
Παλεύει όλη νύχτα στ' αναμμένα αλώνια.
Βαδίζει στα τυφλά πάνω στο τεντωμένο σύρμα.
Όταν κάτω απ' τα πόδια ανοίγονται
Τα κοφτερά φαράγγια.
'Oμως δεν είναι ζάλη η αγάπη.
Αγάπη είναι ο τρόμος που η ζωή μετράει το ανάστημά της.
Μετριέται με το άδειο πρόσωπο που βγαίνει απ' το σκοτάδι.
Δεν είναι άνθος που μεθάει απ' το φιλί της άνοιξης.
Μυρωμένο τραγούδι που απλώνεται πάνω στη σάρκα γλυκά.
Η αγάπη είναι φόβος.
Δεν είναι σώμα που ζητάει να βρει παρηγοριά.
Tρυφερή αύρα που λικνίζει τα νοσταλγικά απογεύματα.
Είναι ποτάμι που περνάει μέσα από τα μαύρα λιβάδια.
'Aγριος αγέρας που σπάζει τα κλαδιά στους κήπους και στα όνειρα.
Δεν είναι ζάλη η αγάπη. Δεν είναι σιγανή φωτιά.
Ούτε χωράει στα κλειστά, στα σίγουρα βράδια.
Βγαίνει έξω και χτυπιέται με το δαίμονα.
Παλεύει όλη νύχτα στ' αναμμένα αλώνια.
Βαδίζει στα τυφλά πάνω στο τεντωμένο σύρμα.
Όταν κάτω απ' τα πόδια ανοίγονται
Τα κοφτερά φαράγγια.
'Oμως δεν είναι ζάλη η αγάπη.
Αγάπη είναι ο τρόμος που η ζωή μετράει το ανάστημά της.
Μετριέται με το άδειο πρόσωπο που βγαίνει απ' το σκοτάδι.
(Θανάσης Κωσταβάρας)
Κυριακή 26 Δεκεμβρίου 2010
"Η αγάπη πάει με κουπιά"
Λες πως τα νιάτα είν' αστραπή που δεν ακούει
η ομορφιά τυφλή βροντή, νωπό σημάδι
και η φροντίδα μια ντροπή που υπακούει
η αγάπη πάει με κουπιά, πως να προλάβει.
Είπα ο χρόνος κι η αλήθεια είναι ταίρι
μα σακατεύτηκα για ένα σου φιλί
ο σκουπιδιάρης ο καημός κάτι θα φέρει
όμως να ξέρεις πως σ' αγάπησα πολύ.
Λες πως θ' αλλάξει ο καιρός, θ' ανάψουν άστρα
θα 'χει πανσέληνο, θα λάμπει το φεγγάρι
δες δύο χέρια από πηλό ρίχνουνε κάστρα
έστηνε δόκανο η ζωή και όποιον πάρει!
η ομορφιά τυφλή βροντή, νωπό σημάδι
και η φροντίδα μια ντροπή που υπακούει
η αγάπη πάει με κουπιά, πως να προλάβει.
Είπα ο χρόνος κι η αλήθεια είναι ταίρι
μα σακατεύτηκα για ένα σου φιλί
ο σκουπιδιάρης ο καημός κάτι θα φέρει
όμως να ξέρεις πως σ' αγάπησα πολύ.
Λες πως θ' αλλάξει ο καιρός, θ' ανάψουν άστρα
θα 'χει πανσέληνο, θα λάμπει το φεγγάρι
δες δύο χέρια από πηλό ρίχνουνε κάστρα
έστηνε δόκανο η ζωή και όποιον πάρει!
Σάββατο 18 Δεκεμβρίου 2010
Με συλλαβές υγρόληκτες την ερημιά μου αρδεύεις...
Ζούμε με μιαν απίστευτη ελπίδα.
Αυτό είναι άθλος, υπέρβαση και νίκη.
Ας μη ζητάμε θαύματα.
Ψήγματα δυσεύρετα η χαρά
που για να τα ανακαλύψουμε
σκάβουμε μέσα μας όλο και πιο βαθιά
μετακινώντας
πέτρες ασήκωτες.
Ζούμε με μιαν απίστευτη ελπίδα
δεκτικοί κι ολάνοιχτοι
στο κάλεσμα της ζωής.
Με την πλησμονή της επιθυμίας
στο φθαρτό σώμα,
με τον έρωτα του αιώνιου
στην αθάνατη ψυχή.
Ζούμε αυτό το λίγο του κόσμου,
πού 'ναι ταυτόχρονα
και πολύ,
όταν το πιστεύουμε ατέλειωτο
απλώνοντάς το πάλι με την ελπίδα
σε ασύλητες διάρκειες.
Ζούμε, παρά τις βεβαιωμένες απώλειες,
με μιαν απίστευτη ελπίδα,
μια θεόθεν απαντοχή.
Όταν βαρύνουν οι μέρες από πόνο
κι ο καημός καρπίσει νοσταλγία αβάσταχτη,
διατρέχουμε αλλόφρονες τις αποστάσεις,
ξεθεμελιώνοντας εμπόδια,
ποδοπατώντας αναστολές
και σιδηροδέσμια "πρέπει",
για ένα δάκρυ συνύπαρξης,
για μια ελάχιστη μετοικεσία
στο εκεί,
του ολιγόπνοου ονείρου
που, ωστόσο,
αρνείται πεισματικά
να διαλυθεί
πεθαίνοντας.
(Π.Τζ.)
Αυτό είναι άθλος, υπέρβαση και νίκη.
Ας μη ζητάμε θαύματα.
Ψήγματα δυσεύρετα η χαρά
που για να τα ανακαλύψουμε
σκάβουμε μέσα μας όλο και πιο βαθιά
μετακινώντας
πέτρες ασήκωτες.
Ζούμε με μιαν απίστευτη ελπίδα
δεκτικοί κι ολάνοιχτοι
στο κάλεσμα της ζωής.
Με την πλησμονή της επιθυμίας
στο φθαρτό σώμα,
με τον έρωτα του αιώνιου
στην αθάνατη ψυχή.
Ζούμε αυτό το λίγο του κόσμου,
πού 'ναι ταυτόχρονα
και πολύ,
όταν το πιστεύουμε ατέλειωτο
απλώνοντάς το πάλι με την ελπίδα
σε ασύλητες διάρκειες.
Ζούμε, παρά τις βεβαιωμένες απώλειες,
με μιαν απίστευτη ελπίδα,
μια θεόθεν απαντοχή.
Όταν βαρύνουν οι μέρες από πόνο
κι ο καημός καρπίσει νοσταλγία αβάσταχτη,
διατρέχουμε αλλόφρονες τις αποστάσεις,
ξεθεμελιώνοντας εμπόδια,
ποδοπατώντας αναστολές
και σιδηροδέσμια "πρέπει",
για ένα δάκρυ συνύπαρξης,
για μια ελάχιστη μετοικεσία
στο εκεί,
του ολιγόπνοου ονείρου
που, ωστόσο,
αρνείται πεισματικά
να διαλυθεί
πεθαίνοντας.
(Π.Τζ.)
Παρασκευή 3 Δεκεμβρίου 2010
"Θέλω να ξέρεις" - Μυρτιώτισσα
Θέλω να ξέρεις πως δεν έσβησε,
μέσα μου η πύρινη ματιά σου
κι αυτά τα χρόνια που δεν μ' έβλεπες,
εγώ τα πέρναγα σιμά σου...!
Θέλω να ξέρεις πως το χέρι σου
στη μοναξιά μου μ' οδηγούσε
θέλω να ξέρεις πως η σκέψη σου
τα όνειρά μου κυβερνούσε....
Κι όταν ο άγριος πόνος μ' έπνιγε
εσέναν έκραζα βοήθεια,
κι εσύ ερχόσουν, ω! τα λόγια σου
τι δροσολόγημα στα στήθια..!!
Θέλω να ξέρεις ότι πέρασα
πολλές νυχτιές μαζί μ' εσένα,
ενώ η βροχή κυλούσε πένθιμα
κι ήσαν τα πάντα ησυχασμένα...
Κι εκει σου ξεμυστηρευόμουνα
τα πάθια μου, τα μυστικά μου,
σου 'δειχνα την ψυχή μου ολόγυμνη,
σου 'λεγα: ''Λαχταρά η καρδιά μου
να μπεί μες στο κρυφό, βαθύσκιωτο
της θείας καρδιάς σου περιβόλι...''
Κι εσύ τη δέχοσουν, της έδινες
ξεκούρασμα κι αραξοβόλι...!!
Θέλω να ξέρεις πως θα φλέγεται
πάντοτε μέσα μου η ματιά σου
κι όλα τα χρόνια που μου μέλλονται
εγώ θε να τα ζω κοντά σου.
Κι όταν ο χάρος που λαχτάρισμα
τέτοιο μας έδωσε μια μέρα
τέλος θελήσει κι έρθει να με βρει
προτού μ' αυτόν εφύγω πέρα
Θέλω να ξέρεις πως με σένανε
τα στερνά λόγια θα μιλήσω
κι αργά μ' εσέ για κάποιο ανέβασμα
σε κάποιο βράχο θα κοιμήσω!
μέσα μου η πύρινη ματιά σου
κι αυτά τα χρόνια που δεν μ' έβλεπες,
εγώ τα πέρναγα σιμά σου...!
Θέλω να ξέρεις πως το χέρι σου
στη μοναξιά μου μ' οδηγούσε
θέλω να ξέρεις πως η σκέψη σου
τα όνειρά μου κυβερνούσε....
Κι όταν ο άγριος πόνος μ' έπνιγε
εσέναν έκραζα βοήθεια,
κι εσύ ερχόσουν, ω! τα λόγια σου
τι δροσολόγημα στα στήθια..!!
Θέλω να ξέρεις ότι πέρασα
πολλές νυχτιές μαζί μ' εσένα,
ενώ η βροχή κυλούσε πένθιμα
κι ήσαν τα πάντα ησυχασμένα...
Κι εκει σου ξεμυστηρευόμουνα
τα πάθια μου, τα μυστικά μου,
σου 'δειχνα την ψυχή μου ολόγυμνη,
σου 'λεγα: ''Λαχταρά η καρδιά μου
να μπεί μες στο κρυφό, βαθύσκιωτο
της θείας καρδιάς σου περιβόλι...''
Κι εσύ τη δέχοσουν, της έδινες
ξεκούρασμα κι αραξοβόλι...!!
Θέλω να ξέρεις πως θα φλέγεται
πάντοτε μέσα μου η ματιά σου
κι όλα τα χρόνια που μου μέλλονται
εγώ θε να τα ζω κοντά σου.
Κι όταν ο χάρος που λαχτάρισμα
τέτοιο μας έδωσε μια μέρα
τέλος θελήσει κι έρθει να με βρει
προτού μ' αυτόν εφύγω πέρα
Θέλω να ξέρεις πως με σένανε
τα στερνά λόγια θα μιλήσω
κι αργά μ' εσέ για κάποιο ανέβασμα
σε κάποιο βράχο θα κοιμήσω!
Σάββατο 27 Νοεμβρίου 2010
ΝΑ ΠΩΣ ΕΓΙΝΑ ΤΡΕΛΟΣ...
Με ρώτησες πώς έγινα τρελός. Να πώς: Μιαν αυγή, καιρό πολύ πριν γεννηθούνε άμετροι θεοί, ξύπνησα από ένα λήθαργο κι είδα πως μου είχαν κλέψει όλες τις μάσκες μου - τις εφτά μάσκες που είχα δημιουργήσει κι είχα φορέσει σ' εφτά ζωές. Έτρεξα τότε ακάλυπτος στους κοσμοπλημμυρισμένους δρόμους φωνάζοντας: "Κλέφτες, κλέφτες, καταραμένοι κλέφτες!"
Πολλοί άντρες και γυναίκες με περιγέλασαν, κι άλλοι έτρεξαν φοβισμένοι στα σπίτια τους.
Σαν έφτασα στην αγορά, ένας νέος πάνω από μια στέγη φώναξε: "Είναι τρελός!".
Σαν έφτασα στην αγορά, ένας νέος πάνω από μια στέγη φώναξε: "Είναι τρελός!".
Σήκωσα το κεφάλι για να τον δω. Τότε, για πρώτη φορά, ο ήλιος φίλησε το γυμνό πρόσωπό μου και η ψυχή μου γέμισε αγάπη για τον ήλιο, κι απ΄ τη στιγμή εκείνη δεν ήθελα πια τις μάσκες μου. Και εκστασιασμένος φώναξα: "Ευλογημένοι, ευλογημένοι εκείνοι που έκλεψαν τις μάσκες μου!" ΄Ετσι έγινα τρελός.
Και μέσα στην τρέλα μου βρήκα και τα δυο: λευτεριά και σιγουριά.
Τη λευτεριά της μοναξιάς και τη σιγουριά πως δεν με καταλαβαίνουν.
Γιατί αυτοί που μας καταλαβαίνουν κάτι υποδουλώνουν μέσα μας...
Αλλά, ας μην είμαι και τόσο περήφανος για τη σιγουριά μου.
Αλλά, ας μην είμαι και τόσο περήφανος για τη σιγουριά μου.
Κι ένας κλέφτης ακόμα, όταν είναι φυλακισμένος, είναι προφυλαγμένος από έναν άλλον κλέφτη!
(ΧΑΛΙΛ ΓΚΙΜΠΡΑΝ)
(ΧΑΛΙΛ ΓΚΙΜΠΡΑΝ)
Τετάρτη 24 Νοεμβρίου 2010
Η ΣΤΟΙΧΕΙΩΔΗΣ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ
"Επειδή η αισθητική είναι η ηθική του μέλλοντος, επειδή η αισθητική δεν είναι η ηθική του παρόντος, επειδή η ηθική του ελληνικού παρόντος είναι η απάτη, επειδή η αισθητική δεν έχει παρόν εδώ στην Ελλάδα, επειδή στη Ελλάδα παρόν είναι το παρελθόν, επειδή τούτο το παρελθόν δεν έχει μέλλον, επειδή το μέλλον γενικώς είναι αόριστον παντού στον κόσμο πλην της Ελλάδος όπου είναι οριστικόν καθότι θανατερόν, επειδή η τέχνη είναι μια παρηγοριά κι ένα καταφύγιο απ' την μιζέρια και η αθλιότητα, επειδή η μιζέρια και η αθλιότητα, επειδή η πολιτική στερείται αισθητικής διότι στερείται ηθικής, επειδή πολλοί καλλιτέχνες στερούμενοι ουσιαστικής αισθητικής παιδείας επιχειρούν να ασχοληθούν με τη πολιτική για να χάσουν και τη λιγοστή αισθητική παιδεία που είχαν, επειδή θέλουμε να τους προφυλάξουμε απ' αυτήν τη συμφορά, για όλα αυτά τα επειδή και για πολλά άλλα η ενασχόληση με την τέχνη στην Ελλάδα καθίσταται πρόβλημα επείγον!".(Βασίλης Ραφαηλίδης "Η Στοιχειώδης Αισθητική")
Τετάρτη 17 Νοεμβρίου 2010
Antoine de Saint-Exupery «Μικρός Πρίγκιπας»
Στον υπέροχο διάλογο του μικρού πρίγκηπα και της αλεπούς η αλεπoύ λέει:
- H ζωή μου είναι μονότονη. Κυνηγάω κότες και οι άνθρωποι κυνηγούν εμένα. Γι' αυτό λοιπόν βαριέμαι λίγο. Αν όμως με εξημερώσεις η ζωή μου θα γίνει ηλιόλουστη. Θα αναγνωρίζω το θόρυβο ενός βήματος διαφορετικού από τα άλλα. Τα άλλα βήματα θα με κάνουν να κρύβoμαι κάτω από την γη αλλά το δικό σου θα με τραβάει σαν μουσική έξω από την φωλιά μου. Και έπειτα... κοίτα! Βλέπεις εκεί; Τα χωράφια με το σιτάρι; Δεν τρώω ψωμί. Το σιτάρι είναι για μένα άχρηστο. Τα χωράφια με το σιτάρι δεν μου θυμίζουν τίποτα. Ομως εσύ έχεις μαλλιά χρυσαφένια. Θα είναι υπέροχο όταν με έχεις εξημερώσει. Το σιτάρι που είναι χρυσαφένιο θα μου θυμίζει εσένα.... και θα μ' αρέσει να ακούω τον άνεμο μέσα στα στάχυα!
Σώπασε για λίγο η αλεπού και κοίταξε πολλή ώρα το μικρό πρίγκιπα.
- Σε παρακαλώ... ημέρωσέ με, του είπε!
- Θέλω βέβαια, της αποκρίθηκε ο μικρός πρίγκιπας, μα δεν με παίρνει ο καιρός. Έχω να ανακαλύψω φίλους και πολλά πράγματα να γνωρίσω.
- Δεν γνωρίζει κανείς πράγματα που ημερώνει, είπε η αλεπού. Οι άνθρωποι δεν έχουν πια καιρό να γνωρίσουν τίποτα. Τα αγοράζουν όλα έτοιμα στα εμπορικά. Καθώς όμως δεν υπάρχουν εμπορικά που πουλάνε φίλους, οι άνθρωποι δεν έχουν πια φίλους.
Αν θες φίλο, ημέρωσέ με!
- Τι πρέπει να κάνω; είπε ο μικρός πρίγκιπας.
- Πρέπει να έχεις μεγάλη υπομονή, αποκρίθηκε η αλεπού. Θα καθίσεις πρώτα κάπως μακριά μου, έτσι στο χορτάρι. Εγώ θα σε κοιτάζω με την άκρη του ματιού μου κι εσύ δεν θα λες τίποτα. Τα λόγια είναι που κάνουν τις παρεξηγήσεις. Αλλά κάθε μέρα, θα μπορείς να κάθεσαι λιγάκι πιο κοντά..."
"- Αντίο, είπε η αλεπού. Και να το μυστικό μου. Είναι πολύ απλό: δε βλέπεις σωστά παρά με την καρδιά. Την ουσία δεν τη βλέπουν τα μάτια.
- Την ουσία δεν τη βλέπουν τα μάτια, ξανάπε ο μικρός πρίγκιπας, για να το θυμάται.
- Είν' ο καιρός που έχασες για το τριαντάφυλλό σου, που το κάνει να 'χει τόση σημασία.
- Είν' ο καιρός που έχασα για το τριαντάφυλλό μου...είπε ο μικρός πρίγκιπας, για να το θυμάται.
- Οι άνθρωποι ξέχασαν αυτή την αλήθεια, είπε η αλεπού.
- Μα εσύ δεν πρέπει να την ξεχάσεις. Γίνεσαι για πάντα υπεύθυνος για ό,τι έχεις εξημερώσει. Είσαι υπεύθυνος για το τριαντάφυλλό σου...
- Είμαι υπεύθυνος για το τριαντάφυλλό μου... Ξανάπε ο μικρός πρίγκιπας, για να το θυμάται..."
Δεν φτάνει λοιπόν μόνο να εξημερώσουμε και να εξημερωθούμε (να αγαπήσουμε και να αγαπηθούμε) πρέπει να θυμόμαστε το πως και το γιατί αγαπήσαμε...
- H ζωή μου είναι μονότονη. Κυνηγάω κότες και οι άνθρωποι κυνηγούν εμένα. Γι' αυτό λοιπόν βαριέμαι λίγο. Αν όμως με εξημερώσεις η ζωή μου θα γίνει ηλιόλουστη. Θα αναγνωρίζω το θόρυβο ενός βήματος διαφορετικού από τα άλλα. Τα άλλα βήματα θα με κάνουν να κρύβoμαι κάτω από την γη αλλά το δικό σου θα με τραβάει σαν μουσική έξω από την φωλιά μου. Και έπειτα... κοίτα! Βλέπεις εκεί; Τα χωράφια με το σιτάρι; Δεν τρώω ψωμί. Το σιτάρι είναι για μένα άχρηστο. Τα χωράφια με το σιτάρι δεν μου θυμίζουν τίποτα. Ομως εσύ έχεις μαλλιά χρυσαφένια. Θα είναι υπέροχο όταν με έχεις εξημερώσει. Το σιτάρι που είναι χρυσαφένιο θα μου θυμίζει εσένα.... και θα μ' αρέσει να ακούω τον άνεμο μέσα στα στάχυα!
Σώπασε για λίγο η αλεπού και κοίταξε πολλή ώρα το μικρό πρίγκιπα.
- Σε παρακαλώ... ημέρωσέ με, του είπε!
- Θέλω βέβαια, της αποκρίθηκε ο μικρός πρίγκιπας, μα δεν με παίρνει ο καιρός. Έχω να ανακαλύψω φίλους και πολλά πράγματα να γνωρίσω.
- Δεν γνωρίζει κανείς πράγματα που ημερώνει, είπε η αλεπού. Οι άνθρωποι δεν έχουν πια καιρό να γνωρίσουν τίποτα. Τα αγοράζουν όλα έτοιμα στα εμπορικά. Καθώς όμως δεν υπάρχουν εμπορικά που πουλάνε φίλους, οι άνθρωποι δεν έχουν πια φίλους.
Αν θες φίλο, ημέρωσέ με!
- Τι πρέπει να κάνω; είπε ο μικρός πρίγκιπας.
- Πρέπει να έχεις μεγάλη υπομονή, αποκρίθηκε η αλεπού. Θα καθίσεις πρώτα κάπως μακριά μου, έτσι στο χορτάρι. Εγώ θα σε κοιτάζω με την άκρη του ματιού μου κι εσύ δεν θα λες τίποτα. Τα λόγια είναι που κάνουν τις παρεξηγήσεις. Αλλά κάθε μέρα, θα μπορείς να κάθεσαι λιγάκι πιο κοντά..."
"- Αντίο, είπε η αλεπού. Και να το μυστικό μου. Είναι πολύ απλό: δε βλέπεις σωστά παρά με την καρδιά. Την ουσία δεν τη βλέπουν τα μάτια.
- Την ουσία δεν τη βλέπουν τα μάτια, ξανάπε ο μικρός πρίγκιπας, για να το θυμάται.
- Είν' ο καιρός που έχασες για το τριαντάφυλλό σου, που το κάνει να 'χει τόση σημασία.
- Είν' ο καιρός που έχασα για το τριαντάφυλλό μου...είπε ο μικρός πρίγκιπας, για να το θυμάται.
- Οι άνθρωποι ξέχασαν αυτή την αλήθεια, είπε η αλεπού.
- Μα εσύ δεν πρέπει να την ξεχάσεις. Γίνεσαι για πάντα υπεύθυνος για ό,τι έχεις εξημερώσει. Είσαι υπεύθυνος για το τριαντάφυλλό σου...
- Είμαι υπεύθυνος για το τριαντάφυλλό μου... Ξανάπε ο μικρός πρίγκιπας, για να το θυμάται..."
Δεν φτάνει λοιπόν μόνο να εξημερώσουμε και να εξημερωθούμε (να αγαπήσουμε και να αγαπηθούμε) πρέπει να θυμόμαστε το πως και το γιατί αγαπήσαμε...
Σάββατο 13 Νοεμβρίου 2010
"Poema a los Amigos" - Jorge Luis Borges
"Ποίημα στους φίλους" - Χόρχε Λουίς Μπόρχες
Δεν μπορώ να σου δώσω λύσεις
για όλα τα προβλήματα της ζωής σου,
ούτε έχω απαντήσεις
για τις αμφιβολίες και τους φόβους σου˙
όμως μπορώ να σ’ ακούσω
και να τα μοιραστώ μαζί σου.
Δεν μπορώ ν’ αλλάξω
το παρελθόν ή το μέλλον σου.
Όμως όταν με χρειάζεσαι
θα είμαι εκεί μαζί σου.
Δεν μπορώ να αποτρέψω τα παραπατήματα σου.
Μόνο μπορώ να σου προσφέρω το χέρι μου
να κρατηθείς και να μη πέσεις.
Οι χαρές σου, οι θρίαμβοι και οι επιτυχίες σου
δεν είναι δικές μου.
Όμως ειλικρινά απολαμβάνω να σε βλέπω ευτυχισμένο.
Δεν μπορώ να περιορίσω μέσα σε όρια
αυτά που πρέπει να πραγματοποιήσεις,
όμως θα σου προσφέρω τον ελεύθερο χώρο
που χρειάζεσαι για να μεγαλουργήσεις.
Δεν μπορώ να αποτρέψω τις οδύνες σου
όταν κάποιες θλίψεις
σου σκίζουν την καρδιά,
όμως μπορώ να κλάψω μαζί σου
και να μαζέψω τα κομμάτια της
για να την φτιάξουμε ξανά πιο δυνατή.
Δεν μπορώ να σου πω ποιος είσαι
ούτε ποιος πρέπει να γίνεις.
Μόνο μπορώ
να σ' αγαπώ όπως είσαι
και να είμαι φίλος σου.
Αυτές τις μέρες σκεφτόμουν
τους φίλους μου και τις φίλες μου,
δεν ήσουν πάνω
ή κάτω ή στη μέση.
Δεν ήσουν πρώτος
ούτε τελευταίος στη λίστα.
Δεν ήσουν το νούμερο ένα ούτε το τελευταίο.
Να κοιμάσαι ευτυχισμένος.
Να εκπέμπεις αγάπη.
Να ξέρεις ότι είμαστε εδώ περαστικοί.
Ας βελτιώσουμε τις σχέσεις με τους άλλους.
Να αρπάζουμε τις ευκαιρίες.
Να ακούμε την καρδιά μας.
Να εκτιμούμε τη ζωή.
Πάντως δεν έχω την αξίωση να είμαι
ο πρώτος, ο δεύτερος ή ο τρίτος
στη λίστα σου.
Μου αρκεί που με θέλεις για φίλο.
Ευχαριστώ που είμαι.
Δεν μπορώ να σου δώσω λύσεις
για όλα τα προβλήματα της ζωής σου,
ούτε έχω απαντήσεις
για τις αμφιβολίες και τους φόβους σου˙
όμως μπορώ να σ’ ακούσω
και να τα μοιραστώ μαζί σου.
Δεν μπορώ ν’ αλλάξω
το παρελθόν ή το μέλλον σου.
Όμως όταν με χρειάζεσαι
θα είμαι εκεί μαζί σου.
Δεν μπορώ να αποτρέψω τα παραπατήματα σου.
Μόνο μπορώ να σου προσφέρω το χέρι μου
να κρατηθείς και να μη πέσεις.
Οι χαρές σου, οι θρίαμβοι και οι επιτυχίες σου
δεν είναι δικές μου.
Όμως ειλικρινά απολαμβάνω να σε βλέπω ευτυχισμένο.
Δεν μπορώ να περιορίσω μέσα σε όρια
αυτά που πρέπει να πραγματοποιήσεις,
όμως θα σου προσφέρω τον ελεύθερο χώρο
που χρειάζεσαι για να μεγαλουργήσεις.
Δεν μπορώ να αποτρέψω τις οδύνες σου
όταν κάποιες θλίψεις
σου σκίζουν την καρδιά,
όμως μπορώ να κλάψω μαζί σου
και να μαζέψω τα κομμάτια της
για να την φτιάξουμε ξανά πιο δυνατή.
Δεν μπορώ να σου πω ποιος είσαι
ούτε ποιος πρέπει να γίνεις.
Μόνο μπορώ
να σ' αγαπώ όπως είσαι
και να είμαι φίλος σου.
Αυτές τις μέρες σκεφτόμουν
τους φίλους μου και τις φίλες μου,
δεν ήσουν πάνω
ή κάτω ή στη μέση.
Δεν ήσουν πρώτος
ούτε τελευταίος στη λίστα.
Δεν ήσουν το νούμερο ένα ούτε το τελευταίο.
Να κοιμάσαι ευτυχισμένος.
Να εκπέμπεις αγάπη.
Να ξέρεις ότι είμαστε εδώ περαστικοί.
Ας βελτιώσουμε τις σχέσεις με τους άλλους.
Να αρπάζουμε τις ευκαιρίες.
Να ακούμε την καρδιά μας.
Να εκτιμούμε τη ζωή.
Πάντως δεν έχω την αξίωση να είμαι
ο πρώτος, ο δεύτερος ή ο τρίτος
στη λίστα σου.
Μου αρκεί που με θέλεις για φίλο.
Ευχαριστώ που είμαι.
Τετάρτη 10 Νοεμβρίου 2010
"Κλείσε τα παράθυρα" - Ναπολέων Λαπαθιώτης
Κλεῖσε τὰ παράθυρα μὴ βλέπουν οἱ γειτόνοι,
καὶ τὴν πόρτα σφάλισε καὶ σβῆσε τὸ κερί.
Ἡ ἀγκαλιά μου ἐπύρωσε σὰν τὸ κερὶ καὶ λιώνει,
γιὰ σφιχταγκαλιάσματα κι ὅλο καρτερεῖ.
Κλεῖσε μὴ μᾶς βλέπουνε λοξὰ οἱ ματιὲς τοῦ κόσμου,
δῶσ᾿ μου τὸ χειλάκι σου, ποὖναι ἁπαλό, νωπό.
Ἔχω κάτι ὁλόγλυκο γιὰ σένα ἀπόψε, φῶς μου,
ἔχω κάτι ὁλόγλυκο σὰ μέλι νὰ σοῦ πῶ.
Ἔλα πέσε ἀπάνω μου καὶ μὴν κοιτᾷς μὲ τρόμο.
Τὸ κερί μας ἔσβησε, δὲν μᾶς θωρεῖ κανείς.
Ξέχασε πὼς βρίσκονται κι ἄλλες ψυχὲς στὸ δρόμο,
κι ἄσε νὰ κυλήσουμε σὲ πέλαγα ἡδονῆς.
Ἔλα, ὡς τὰ μεσάνυχτα θὰ σὲ φιλῶ στὸ στόμα,
ἔλα, κι εἶναι οἱ πόθοι μου τρελοί, τόσο τρελοί,
ποὺ τὸ γλυκοχάραμα θὰ μᾶς προλάβει ἀκόμα
στὸ πρῶτο μας ἀγκάλιασμα, στὸ πρῶτο μας φιλί.
Κι ὅταν σὲ ρωτήσουνε τὴ χαραυγὴ οἱ γειτόνοι,
γιὰ ποιὸ λόγο σφάλισες, ἄχ! πές τους, νὰ χαρεῖς,
πές τους πὼς στὴν κάμαρα φοβᾶσαι ἅμα νυχτώνει,
κι ἔπεσες καὶ πλάγιασες νωρίς, τ᾿ ἀκοῦς; Νωρίς!
Δευτέρα 1 Νοεμβρίου 2010
Παρασκευή 29 Οκτωβρίου 2010
Των ημερών μας αναμνήσεις κλαίν κ’ αισθήματα
Κ. Π. Καβάφης «Τρώες»
Πήραν ξανά οι μέρες τον παλιό τους βηματισμό. Έγιναν αργόσυρτες, ομοιόμορφες. Μέρες κανονικές, κανονικών ανθρώπων. Η ευθεία της επανάληψης που από την προηγούμενη γνωρίζεις πώς θα τη διαχειριστείς. Μια ίσια γραμμή, αφόρητα παράλληλη, χωρίς συνάντηση, χωρίς καμιά προσμονή. Και οι νύχτες μοιάζουν πάλι ασήκωτες, νύχτες αγρύπνιας, αξημέρωτες που τροφοδοτούν τις διαφυγές . αναδρομές και παρήγορες αναπλάσεις… Είναι κι αυτό μια μορφή ζωής, ίσως, και μιας αλήθειας καθ’ υπέρβασιν, γι’ αυτό και τραγικής . να γαντζώνεσαι στη φαντασία, τις άηχες νύχτες σου – όπως το πουλί στο σύρμα την ώρα της θύελλας – και ν’ αφήνεις ν’ ανθίσει το ανέφικτο, το μεγάλο προσδοκώμενο που έχασε το δρόμο. Γεύση από κηρύθρα θυμαριού στα χείλη, κελαηδισμοί ανειρήνευτων πουλιών ή κρωγμοί γλάρων στη ευτυχία του ήλιου και της θάλασσας. Και το κορμί το αταξίδευτο από επιθυμία κατάφορτο…
Όμως, η ζωή, η πιο δύστροπη ερωμένη, είναι εκεί και σε περιμένει. Τουλάχιστον όσο αναπνέεις και ζεις. Είναι εκεί, πάντα εκεί, στα πρωινά της ομίχλης, ή της ρόδινης ανταύγειας των βουνών, πάνω στα ξυπνημένα παραθυρόφυλλα. Είναι εκεί, και σ’ ακολουθεί στους πολύβουους δρόμους με το ψυχρό πρόσωπο της μέρας, με το νωθρό φως του μεσημεριού, με τους φανούς της νύχτας στο ουράνιο στερέωμα.
Κι ύστερα, είναι το σπίτι κι αυτό πάντα εκεί, και σε περιμένει υπομονετικά μετά από κάθε δοκιμασία, μετά από κάθε οδοιπορία στις λεωφόρους και τις ατραπούς του μεγάλου κόσμου. Είναι πάντα εκεί, στέγαστρο και ανοιχτή αγκάλη που αποπνέει την ανάσα σου, ξυπνά της φωνής σου τον αντίλαλο, αντανακλά το βλέμμα σου. Εκεί, προστατευμένο και της εσώτατης ζωής σου το πάθος και το πάθημα. Γι’ αυτό που γέρνεις γερνώντας να θυμηθείς και να κλάψεις. Εκεί, υπάρχεις πιο ζωντανός από οπουδήποτε αλλού. Κι άλλοτε δεν υπάρχεις, ναυάγιο από τον καταποντισμό του χρόνου και των πραγμάτων. (Π. Τζ.)
Τρίτη 26 Οκτωβρίου 2010
Κι όλο μικραίνει ο δρόμος...
Πώς ξεπερνάς τα όρια σου. Καλπάζεις.
Μάχεται μέσα σου ο έρωτας
του τέλειου.
Χαμήλωσε τις θεϊκές σου υπερβάσεις
κοίτα μπροστά σου, υπάρχει τόσο χώμα
τόση λαχτάρα ξαγρυπνά στο σώμα.
Άκου, βρυχάται
ο καιρός: "Χάρτινη η γνώση
και η σοφία αν της καρδιάς τα τιμαλφή
χαμένα".
Πώς στροβιλίζονται οι στιγμές - βουβό
φορτίο λέξης - δακρύζει το φεγγάρι.
Ένα φθινόπωρο ακόμα αφήνει
στις παλάμες μας την άχνη
της βροχής του κι όλο μικραίνει
ο δρόμος.
Μάχεται μέσα σου ο έρωτας
του τέλειου.
Χαμήλωσε τις θεϊκές σου υπερβάσεις
κοίτα μπροστά σου, υπάρχει τόσο χώμα
τόση λαχτάρα ξαγρυπνά στο σώμα.
Άκου, βρυχάται
ο καιρός: "Χάρτινη η γνώση
και η σοφία αν της καρδιάς τα τιμαλφή
χαμένα".
Πώς στροβιλίζονται οι στιγμές - βουβό
φορτίο λέξης - δακρύζει το φεγγάρι.
Ένα φθινόπωρο ακόμα αφήνει
στις παλάμες μας την άχνη
της βροχής του κι όλο μικραίνει
ο δρόμος.
Παρασκευή 22 Οκτωβρίου 2010
ΥΠΑΡΧΩ
Με συνιστούν τα πάθη μου. Δίνω γι' αυτά χωρίς ανταμοιβή το είναι μου. Σκορπιέμαι στους ανέμους σαν γύρη, με μόνο το μαρτύριο της παράδοσης, της πιο γήινης σκλαβιάς. Δυο χέρια γεμάτα γη και με το μάγουλο σφιχτά πάνω στο χώμα αφέθηκα σ' αυτό, δίπλωσα τις ανούσιες ανατάσεις και έγινα ένα με το χαμηλό του κόσμο: Χθόνιες εικόνες, οι πιο αληθινές που δεν ξεφτούν στου χρόνου το δρολάπι.
Υπάρχω, σ' ένα κορμί αρρωστημένο από επιθυμίες, χτυπημένο από αστραπές, διάτρητο από σκοτεινές ριπές, κι ωστόσο, λαμπερή πορφύρα της ψυχής μου.
Υπάρχω, όταν ανυπόδητη πορεύομαι πάνω στου κόσμου το πυρωμένο σύνορο και με τους άλλους μοιράζομαι τις ασύγκριτες μαντείες της αγρύπνιας μου, όλα όσα πρωτόφαντα αγγίζω με τη δροσερή παρόρμηση παιδιού, χωρίς βάσιμο λόγο.
Πάθος για τη ζωή αρυτίδωτο κι αστείρευτο. Ο κάθε κόκκος της πέτρας, η κάθε λάμψη αυτού του γεμάτου νύχτα βουνού, της θάλασσας το γυναικείο κάλεσμα, το θρόισμα το αρρενωπό του κάμπου, πλαστουργούν αέναα αυτή την ακατάλυτη πραγματικότητα που περνά μέσα μου τρισόλβια ή τριστάλαινα.
"Όλα είναι καλά", ορθώνεται η απαντοχή, ζεστή αντίστιξη από παλλόμενη ουσία Διονυσιακή και Απολλώνια μαζί. Τίποτα δεν ήταν και δεν ειναι εξαντλημένο. Άλλες οι αποσκευές μου σε κάθε του βίου σταθμό, άλλη η γεύση των δακρύων σε καθε εποχή. Δεν ανατέλλει ήλιος χωρίς σκιά και πρέπει κάποτε τη νύχτα να γνωρίσω. Τη νύχτα και το ασάλευτο.
Υπάρχω, σ' ένα κορμί αρρωστημένο από επιθυμίες, χτυπημένο από αστραπές, διάτρητο από σκοτεινές ριπές, κι ωστόσο, λαμπερή πορφύρα της ψυχής μου.
Υπάρχω, όταν ανυπόδητη πορεύομαι πάνω στου κόσμου το πυρωμένο σύνορο και με τους άλλους μοιράζομαι τις ασύγκριτες μαντείες της αγρύπνιας μου, όλα όσα πρωτόφαντα αγγίζω με τη δροσερή παρόρμηση παιδιού, χωρίς βάσιμο λόγο.
Πάθος για τη ζωή αρυτίδωτο κι αστείρευτο. Ο κάθε κόκκος της πέτρας, η κάθε λάμψη αυτού του γεμάτου νύχτα βουνού, της θάλασσας το γυναικείο κάλεσμα, το θρόισμα το αρρενωπό του κάμπου, πλαστουργούν αέναα αυτή την ακατάλυτη πραγματικότητα που περνά μέσα μου τρισόλβια ή τριστάλαινα.
"Όλα είναι καλά", ορθώνεται η απαντοχή, ζεστή αντίστιξη από παλλόμενη ουσία Διονυσιακή και Απολλώνια μαζί. Τίποτα δεν ήταν και δεν ειναι εξαντλημένο. Άλλες οι αποσκευές μου σε κάθε του βίου σταθμό, άλλη η γεύση των δακρύων σε καθε εποχή. Δεν ανατέλλει ήλιος χωρίς σκιά και πρέπει κάποτε τη νύχτα να γνωρίσω. Τη νύχτα και το ασάλευτο.
Μέσα στο άφθιτο φως ψάχνοντας για το σπίτι μου, υπάρχω, πάντοτε σε πορεία. (Π.Τζ.)
Τετάρτη 20 Οκτωβρίου 2010
Αποφάσεις
Είπα...
να καταλύσω τα δεσμά,
εκείνα, του μεγάλου έρωτα
να κόψω αδάκρυτη τις γέφυρες
που ακροβατεί το όνειρο
του στοχασμού να φράξω τα περάσματα,
που αμαρτωλός στο έπακρον
ενδίδει αμετανόητος,
γκρεμίζοντας τα χάρτινα μου τείχη.
Είπα...
τη ματωμένη θύμηση να περιχαρακώσω,
που μαστιγώνει την ουσία της καρδιάς μου.
Είπα...
είπα τόσα πολλά,
που ακόμα με σαρκάζει ο εαυτός μου,
γι' αυτό το εύθραυστο περίβλημα,
γι' αυτή την άρριζη υπόσταση,
που επικυρώνει αμετάκλητα,
πόσο Καυκάσιος δεσμώτης παραμένω.
να καταλύσω τα δεσμά,
εκείνα, του μεγάλου έρωτα
να κόψω αδάκρυτη τις γέφυρες
που ακροβατεί το όνειρο
του στοχασμού να φράξω τα περάσματα,
που αμαρτωλός στο έπακρον
ενδίδει αμετανόητος,
γκρεμίζοντας τα χάρτινα μου τείχη.
Είπα...
τη ματωμένη θύμηση να περιχαρακώσω,
που μαστιγώνει την ουσία της καρδιάς μου.
Είπα...
είπα τόσα πολλά,
που ακόμα με σαρκάζει ο εαυτός μου,
γι' αυτό το εύθραυστο περίβλημα,
γι' αυτή την άρριζη υπόσταση,
που επικυρώνει αμετάκλητα,
πόσο Καυκάσιος δεσμώτης παραμένω.
Τρίτη 19 Οκτωβρίου 2010
Κυριακή 17 Οκτωβρίου 2010
ΣΗΜΕΙΑ ΣΤΙΞΗΣ
Ευέλικτη.
Χωρούσε αγόγγυστα σε μια παρένθεση.
Με κάθε φεγγαρόφωτο την μεταμόρφωνε σε πρόταση,
αντικείμενο και υποκείμενο εύκολα παίζοντας εναλλάξ.
Όσο για ρήματα, αμέτρητος σαρκαστικός κατάλογος.
Θαυμάζει, εμπιστεύεται, χαιδεύει, παθιάζεται,
ζηλεύει, θυμώνει, αγαπάει, κοροιδεύει, φοβάται....
Πριν φανεί το πρώτο φως της έβαζε με βιάση άνω τελεία.
Εκείνη ριγώντας, κουκουλωνόταν σαν παλτό ξανά τις δυο μικρές καμπύλες.
Κάποτε τους πήραν είδηση ανελέητα τα κόμματα,
δεχότανε πυρά ορυμαγδόν και από τις παύλες.
Μερόνυχτα αμύνονταν μόνο μ΄αποσιωπητικά.
Στο τέλος την παρέδωσε δεμένη με αγκύλες.
Ήταν πανσέληνος που έβαλε ολόμαυρη τελεία.
Μονάχα δύο δάκρυα, ολόιδια εισαγωγικά, κυλήσανε απ’ τα υγρά της μάτια.
Τα κράτησε κι αυτά για αναμνηστικό που στρίμωξε,
σε κάποια μύχια σκέψη που ντύθηκε επίσημα επίλογος.
« Να ξέρεις σ’ονειρεύτηκα στην αγκαλιά μου ολόγυμνη, χωρίς ερωτηματικά,
ολόκληρη έμοιαζες η βασική πάραγραφος σ’ ένα κυρίως θέμα!».
Χωρούσε αγόγγυστα σε μια παρένθεση.
Με κάθε φεγγαρόφωτο την μεταμόρφωνε σε πρόταση,
αντικείμενο και υποκείμενο εύκολα παίζοντας εναλλάξ.
Όσο για ρήματα, αμέτρητος σαρκαστικός κατάλογος.
Θαυμάζει, εμπιστεύεται, χαιδεύει, παθιάζεται,
ζηλεύει, θυμώνει, αγαπάει, κοροιδεύει, φοβάται....
Πριν φανεί το πρώτο φως της έβαζε με βιάση άνω τελεία.
Εκείνη ριγώντας, κουκουλωνόταν σαν παλτό ξανά τις δυο μικρές καμπύλες.
Κάποτε τους πήραν είδηση ανελέητα τα κόμματα,
δεχότανε πυρά ορυμαγδόν και από τις παύλες.
Μερόνυχτα αμύνονταν μόνο μ΄αποσιωπητικά.
Στο τέλος την παρέδωσε δεμένη με αγκύλες.
Ήταν πανσέληνος που έβαλε ολόμαυρη τελεία.
Μονάχα δύο δάκρυα, ολόιδια εισαγωγικά, κυλήσανε απ’ τα υγρά της μάτια.
Τα κράτησε κι αυτά για αναμνηστικό που στρίμωξε,
σε κάποια μύχια σκέψη που ντύθηκε επίσημα επίλογος.
« Να ξέρεις σ’ονειρεύτηκα στην αγκαλιά μου ολόγυμνη, χωρίς ερωτηματικά,
ολόκληρη έμοιαζες η βασική πάραγραφος σ’ ένα κυρίως θέμα!».
...Δε μετριούνται οι δίψες μέσα μας.
Μα η δίψα της έκφρασης στέκει ανάμεσα στις χειρότερες.
Και δεν είναι μονάχα που δε μπορούμε να πούμε αυτό που νιώθουμε.
Είναι και που δεν προφταίνουμε καλά καλά να νιώσουμε κατι και σύγκαιρα συλλογιόμασε πως θα το πούμε...
("Χειρόγραφα της μοναξιάς" - Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος)
Μα η δίψα της έκφρασης στέκει ανάμεσα στις χειρότερες.
Και δεν είναι μονάχα που δε μπορούμε να πούμε αυτό που νιώθουμε.
Είναι και που δεν προφταίνουμε καλά καλά να νιώσουμε κατι και σύγκαιρα συλλογιόμασε πως θα το πούμε...
("Χειρόγραφα της μοναξιάς" - Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος)
Παρασκευή 15 Οκτωβρίου 2010
Δ. Π. ΠΑΠΑΔΙΤΣΑΣ - "Νυχτερινά"
Ι
Ν’ ακούς πάντα
Ν’ ακούς το μεγάλωμα της νύχτας
Ν’ ακούς των χεριών τον ψαλμό το ξεκόλλημα της πέτρας απ’ τον τοίχο
Ν’ ακούς το φυτό που τρίζει το πρωί, το μεγάλωμα της νύχτας στο δέρμα
Ν’ ακούς τον αγέρα στων πουλιών τα κόκαλα
Ν’ ακούς του πουλιού το δρόμο την αγάπη του σπιτιού του νερού το φως
Ν’ ακούς των ματιών τη δόνηση καθώς απ’ τον ορίζοντα γυρίζουν
Και ακινητούν σ’ άλλων ματιών την αιώρα
Ν’ ακούς της φωτιάς τον πανικό, του ζώου το θρήνο
Το άχυρο που καίγεται στον ήλιο
Τον ήλιο ν’ ακούς που δέρνεται απ’ το φέγγος της σταγόνας
Ν’ ακούς του άστρου το χρώμα
Ν’ ακούς του άστρου την ευωδιά που ο κόσμος την ανάσανε κι έγινε περιβόλι
Ν’ ακούς στην ερημιά το χοροπηδητό της ρίζας
Ν’ ακούς μες στους θορύβους το ψιθύρισμα του νου που τον καρφώνουμε στον τοίχο
Ν’ ακούς τα μαλλιά τα φρύδια το μέτωπο και τη θλίψη τους
Όπως όταν ακούμε στο μυαλό μαχαίρια ν’ ακονίζονται
Ν’ ακούς τα χέρια ή τις παρειές που είναι μες στα χέρια ζεστές και τρέμουν
Ν’ ακούς την τουφεκιά που αστοχεί όμως που κόβει στα δυο τα πάντα
Κι ύστερα ο ύπνος πάλι τα ενώνει
Ν’ ακούς της χαραμάδας την οδύνη που ευρύνεται να πεταχτεί ο Θεός
Ν’ ακούς το Θεό μες στο φόνο σαν το φλουρί στη νύχτα
Σαν την αστραπή πάνω στο φλουρί
Την καρδιά ν’ ακούς
Ν’ ακούς τον ουρανό που σαλεύει στου εμβρύου τον ύπνο
Την καρδιά ν’ ακούς που γεμίζει τον κόσμο παιδιά κι άλλα φεγγάρια
Ν’ ακούς στο χώμα το άλογο, στο χώμα το σκάψιμο, την πληγή του νερού
Το τρίψιμο του αλόγου στον αέρα
Ν’ ακούς πάντα.
IV
Από πού έρχεται η νύχτα; πως μπορεί και μπαίνει μες στα δέντρα
Σαν τη βροχή στο χώμα; Εσύ που είσαι δίπλα μου
Και δεν μπορώ να σ’ αφήσω και να φύγω διότι
Η ψυχή μου είναι σκελετός πουλιού που βρέθηκε εντός σου
Κοίτα με. Μήπως δεν μπορείς βλέποντας με να με στεγνώσεις
Σαν να ‘μαι ένα βρεμένο ρούχο κι εσύ το μεσημέρι;
Πώς να φύγεις; η βροχή σε καρφώνει πάνω μου με χιλιάδες καρφιά
Έγινα εκείνο που θυμάσαι σ’ όλη σου τη ζωή
Είμαι κι ο αγέρας όταν είσαι φωτιά.
VI
Αν διψάσεις εγώ θα σου γίνω νερό
Σε μένα θα σκύψει το στόμα σου εμένα θα ευχαριστήσεις
Σε μένα θα δώσεις τη γδύμνια σου
Εσύ η ρίζα από μένα το υγρό χώμα θα περιβληθείς
Κι ο κόσμος θ’ ακούσει τη χαρούμενη κραυγή σου
Εσύ θ’ απλώσεις αποφυάδες στο κορμί μου
Που από μέσα θα με πονούν διασχίζοντας με
Κι ας με πονούν, η χαρούμενη κραυγή σου με φέρνει στη θάλασσα
Με πάει πιο μακριά με ξυπνάει πάνω σε χορτάρια
Οδηγεί τα χέρια μου, τα θρυμματίζει σε άπειρες μικρές φωτιές
Που η φεγγοβολή τους μεγαλύνει την ψυχή του πλησίον
Αν νυστάξεις εγώ θα σου γίνω μαλακό κρεβάτι να κοιμηθείς
Κι από κάθε της καρδιά μου χτύπο θα πετιέται
Κι ένα όνειρο. Το πρωί εγώ θα ‘μαι τα παιδιά
Που θα τους λες τα όνειρα
Εγώ θα ‘μαι η χαρά τους να σ’ ακούν και να σε βλέπουν
Να σ’ αγγίζουν με των ματιών τους το μυστήριο
Και να σ’ αφήνουν ύστερα μ’ έναν τρόπο σαν τα πουλιά
Αν κρυώνεις εγώ θα σου γίνω το ένδυμα
Κι αν ήμουν ως τώρα κρύος αγέρας θα το ξεχάσω
Θα γίνω η γλυκιά φωτιά σ’ όσους κρυώνουν
Αχ τα κρύα χέρια των ανθρώπων κι η φωτιά
Αν πεινάσεις εγώ θα ‘μαι το ψωμί
Το ξεχασμένο στη σκοτεινιά του ντουλαπιού
Θέ μου η ψυχή του πεινασμένου
Φωτίζει πάντα ένα ψωμί.
Ν’ ακούς πάντα
Ν’ ακούς το μεγάλωμα της νύχτας
Ν’ ακούς των χεριών τον ψαλμό το ξεκόλλημα της πέτρας απ’ τον τοίχο
Ν’ ακούς το φυτό που τρίζει το πρωί, το μεγάλωμα της νύχτας στο δέρμα
Ν’ ακούς τον αγέρα στων πουλιών τα κόκαλα
Ν’ ακούς του πουλιού το δρόμο την αγάπη του σπιτιού του νερού το φως
Ν’ ακούς των ματιών τη δόνηση καθώς απ’ τον ορίζοντα γυρίζουν
Και ακινητούν σ’ άλλων ματιών την αιώρα
Ν’ ακούς της φωτιάς τον πανικό, του ζώου το θρήνο
Το άχυρο που καίγεται στον ήλιο
Τον ήλιο ν’ ακούς που δέρνεται απ’ το φέγγος της σταγόνας
Ν’ ακούς του άστρου το χρώμα
Ν’ ακούς του άστρου την ευωδιά που ο κόσμος την ανάσανε κι έγινε περιβόλι
Ν’ ακούς στην ερημιά το χοροπηδητό της ρίζας
Ν’ ακούς μες στους θορύβους το ψιθύρισμα του νου που τον καρφώνουμε στον τοίχο
Ν’ ακούς τα μαλλιά τα φρύδια το μέτωπο και τη θλίψη τους
Όπως όταν ακούμε στο μυαλό μαχαίρια ν’ ακονίζονται
Ν’ ακούς τα χέρια ή τις παρειές που είναι μες στα χέρια ζεστές και τρέμουν
Ν’ ακούς την τουφεκιά που αστοχεί όμως που κόβει στα δυο τα πάντα
Κι ύστερα ο ύπνος πάλι τα ενώνει
Ν’ ακούς της χαραμάδας την οδύνη που ευρύνεται να πεταχτεί ο Θεός
Ν’ ακούς το Θεό μες στο φόνο σαν το φλουρί στη νύχτα
Σαν την αστραπή πάνω στο φλουρί
Την καρδιά ν’ ακούς
Ν’ ακούς τον ουρανό που σαλεύει στου εμβρύου τον ύπνο
Την καρδιά ν’ ακούς που γεμίζει τον κόσμο παιδιά κι άλλα φεγγάρια
Ν’ ακούς στο χώμα το άλογο, στο χώμα το σκάψιμο, την πληγή του νερού
Το τρίψιμο του αλόγου στον αέρα
Ν’ ακούς πάντα.
IV
Από πού έρχεται η νύχτα; πως μπορεί και μπαίνει μες στα δέντρα
Σαν τη βροχή στο χώμα; Εσύ που είσαι δίπλα μου
Και δεν μπορώ να σ’ αφήσω και να φύγω διότι
Η ψυχή μου είναι σκελετός πουλιού που βρέθηκε εντός σου
Κοίτα με. Μήπως δεν μπορείς βλέποντας με να με στεγνώσεις
Σαν να ‘μαι ένα βρεμένο ρούχο κι εσύ το μεσημέρι;
Πώς να φύγεις; η βροχή σε καρφώνει πάνω μου με χιλιάδες καρφιά
Έγινα εκείνο που θυμάσαι σ’ όλη σου τη ζωή
Είμαι κι ο αγέρας όταν είσαι φωτιά.
VI
Αν διψάσεις εγώ θα σου γίνω νερό
Σε μένα θα σκύψει το στόμα σου εμένα θα ευχαριστήσεις
Σε μένα θα δώσεις τη γδύμνια σου
Εσύ η ρίζα από μένα το υγρό χώμα θα περιβληθείς
Κι ο κόσμος θ’ ακούσει τη χαρούμενη κραυγή σου
Εσύ θ’ απλώσεις αποφυάδες στο κορμί μου
Που από μέσα θα με πονούν διασχίζοντας με
Κι ας με πονούν, η χαρούμενη κραυγή σου με φέρνει στη θάλασσα
Με πάει πιο μακριά με ξυπνάει πάνω σε χορτάρια
Οδηγεί τα χέρια μου, τα θρυμματίζει σε άπειρες μικρές φωτιές
Που η φεγγοβολή τους μεγαλύνει την ψυχή του πλησίον
Αν νυστάξεις εγώ θα σου γίνω μαλακό κρεβάτι να κοιμηθείς
Κι από κάθε της καρδιά μου χτύπο θα πετιέται
Κι ένα όνειρο. Το πρωί εγώ θα ‘μαι τα παιδιά
Που θα τους λες τα όνειρα
Εγώ θα ‘μαι η χαρά τους να σ’ ακούν και να σε βλέπουν
Να σ’ αγγίζουν με των ματιών τους το μυστήριο
Και να σ’ αφήνουν ύστερα μ’ έναν τρόπο σαν τα πουλιά
Αν κρυώνεις εγώ θα σου γίνω το ένδυμα
Κι αν ήμουν ως τώρα κρύος αγέρας θα το ξεχάσω
Θα γίνω η γλυκιά φωτιά σ’ όσους κρυώνουν
Αχ τα κρύα χέρια των ανθρώπων κι η φωτιά
Αν πεινάσεις εγώ θα ‘μαι το ψωμί
Το ξεχασμένο στη σκοτεινιά του ντουλαπιού
Θέ μου η ψυχή του πεινασμένου
Φωτίζει πάντα ένα ψωμί.
Πέμπτη 14 Οκτωβρίου 2010
Κυριακή 19 Σεπτεμβρίου 2010
Multum, non multa
Multum, non multa - "πολύ όχι πολλά", έλεγε ο Πλίνιος ο Νεώτερος, ένας Ρωμαίος ζωηρός και επιπόλαιος, που είχε μανία να γράφει επιστολές, αλλά που επίσης, ήταν και σοφός.
Και ο Ελύτης το επαναλάμβανε, μέχρι που άσπρισαν τα μαλλιά του, όπως εκείνων που πιστεύουν στο happy end. Τα έχεις όλα μόνον εάν ζητήσεις ό,τι πρόλαβες να δεις στη διάρκεια μιας αστραπής. (Και η "αστραπή" θα μένει πάντα μια υπέροχη μεταφορά: Το ηλεκτρικό της ρεύμα μεταφέρει την έμπνευση, το όραμα, την ξαφνική γνώση, τη σύντομη αλλά βαθιά εμπειρία.)
"Μα τι ήταν; Το βλέπω σήμερα: ήταν η απομόνωση της αίσθησης και η αυταξία της μέσα σε μιαν ισόβια στιγμή, το τέλειο, που δεν αξιωνόμαστε, παρεχτός σε μιαν αστραπή, στην ελάχιστη διάρκεια που του χρειάζεται για ν' ακυρώσει την καθημερινή αθλιότητα".
Και ο Ελύτης το επαναλάμβανε, μέχρι που άσπρισαν τα μαλλιά του, όπως εκείνων που πιστεύουν στο happy end. Τα έχεις όλα μόνον εάν ζητήσεις ό,τι πρόλαβες να δεις στη διάρκεια μιας αστραπής. (Και η "αστραπή" θα μένει πάντα μια υπέροχη μεταφορά: Το ηλεκτρικό της ρεύμα μεταφέρει την έμπνευση, το όραμα, την ξαφνική γνώση, τη σύντομη αλλά βαθιά εμπειρία.)
"Μα τι ήταν; Το βλέπω σήμερα: ήταν η απομόνωση της αίσθησης και η αυταξία της μέσα σε μιαν ισόβια στιγμή, το τέλειο, που δεν αξιωνόμαστε, παρεχτός σε μιαν αστραπή, στην ελάχιστη διάρκεια που του χρειάζεται για ν' ακυρώσει την καθημερινή αθλιότητα".
Να 'σαι ελαφρύς και πρωτότυπος, με τη σκέψη σου σαν την τέταρτη απ' τις Χάριτες που δεν υπήρξε πριν γράψω αυτήν εδώ τη φράση.
Να 'σαι ελαφρύς όπως το μή μαργαριτάρι και το μη σίδερο.
Απ' όσα βιάζεται να καταπιεί το μάτι, να χωνεύεις μόνον το φως εκείνο που ξέρει να κλαίει αθόρυβα.
Ακούω αυτή τη σιγαλιά, κι ακούω το φύλλο που πεθαίνει, ακούω του εντόμου τη βοή. Κι ακόμα ακούω την άνοιξη βαθιά στη γης να υφαίνει ανθούς για τη ζωή...
Τι νόημα έχει να τρως ελάφι σκοτωμένο με τη χάση του φεγγαριού, ψημένο σε σχάρα από ξύλα ροδιάς, σβησμένο με κρασί από ιδρώτα, γαρνιρισμένο με δαμάσκηνα και αμύγδαλα που τα πότισε μια κι έξω η τύχη!!!
Νόημα έχει να σταθείς ανάμεσα στα πράγματα με το Αληθινό τους Όνομα, να γίνεις εκείνος που τα συνδέει με το ονειρικό του κύκλωμα, με την ψυχή του on line.
Να 'σαι ελαφρύς σαν το ποίημα όχι σαν το βιβλίο.
Πες στη φλόγα του κεριού:
- ΦΛΟΓΑ, σε ΣΒΗΝΩ... Θα βρω για παρέα ένα άλλο ΦΩΣ που το ΒΛΕΜΜΑ του θα ΞΕΡΕΙ θα ΞΕΡΕΙ να με ΒΛΕΠΕΙ.
Να 'σαι ελαφρύς όπως το μή μαργαριτάρι και το μη σίδερο.
Απ' όσα βιάζεται να καταπιεί το μάτι, να χωνεύεις μόνον το φως εκείνο που ξέρει να κλαίει αθόρυβα.
Ακούω αυτή τη σιγαλιά, κι ακούω το φύλλο που πεθαίνει, ακούω του εντόμου τη βοή. Κι ακόμα ακούω την άνοιξη βαθιά στη γης να υφαίνει ανθούς για τη ζωή...
Τι νόημα έχει να τρως ελάφι σκοτωμένο με τη χάση του φεγγαριού, ψημένο σε σχάρα από ξύλα ροδιάς, σβησμένο με κρασί από ιδρώτα, γαρνιρισμένο με δαμάσκηνα και αμύγδαλα που τα πότισε μια κι έξω η τύχη!!!
Νόημα έχει να σταθείς ανάμεσα στα πράγματα με το Αληθινό τους Όνομα, να γίνεις εκείνος που τα συνδέει με το ονειρικό του κύκλωμα, με την ψυχή του on line.
Να 'σαι ελαφρύς σαν το ποίημα όχι σαν το βιβλίο.
Πες στη φλόγα του κεριού:
- ΦΛΟΓΑ, σε ΣΒΗΝΩ... Θα βρω για παρέα ένα άλλο ΦΩΣ που το ΒΛΕΜΜΑ του θα ΞΕΡΕΙ θα ΞΕΡΕΙ να με ΒΛΕΠΕΙ.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)